Το να αιφνιδιάζεσαι ευχάριστα είναι πάντοτε
ένα ακριβό συναίσθημα, ίσως λόγω της σπανιότητάς του. Το να επιλέγεις κάτι και να σου προκύπτει η αίσθηση
ότι σου δωρίζεται με σεβασμό που γεμίζει την αύρα του χώρου πληθωρικά είναι
ακόμη πιο σπάνιο.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η αναγνωστική μου σχέση με το
" Οι δυο ώρες ύπνου και το memento mori ενός συγγραφέα". Το παρήγγειλα, χωρίς να έχω αντιληφθεί επακριβώς τη φόρμα,
το μέγεθος, το περιεχόμενο. Το παρήγγειλα
με σιγουριά και με τη βεβαιότητα της ποιότητας που συνοδεύει τη γραφή
του Τάσου Αγγελίδη
Γκέντζου. .
Περίμενα ένα βιβλίο. Παρέλαβα μία
έκπληξη. Μια ιδιαίτερα επιμελημένη έκδοση, σε διαφορετική φόρμα από ένα κλασικό βιβλίο, με υφή βελούδινη και
αισθητική πολύ κοντά στη δική μου προτίμηση, που έπαιζε με το άσπρο μαύρο.
Όταν ένα βιβλίο διεκδικείται από
όσους αντιλαμβάνονται την παρουσία του
στο τραπέζι και πολιορκείται πριν την
ανάγνωσή του, χωρίς καν πρόταση από τον κτήτορα-αναγνώστη του, αυτό από μόνο
του έχει να πει πολλά. Και δεν έχει να κάνει με την εμμονή στο φαινομενικό και
την αισθητική. Είναι για όσους αγαπούν το βιβλίο το πρώτο σκαλί μιας σχέσης στην
οποία έχουν αποφασίσει να αφιερώσουν τον
–πολύτιμο- χρόνο τους.
Mementomori, λοιπόν. Μια φράση
κλωστή που οδηγεί τον αναγνώστη να υφάνει τη σκέψη του σε πολλά επίπεδα. Η
ελευθερία που του δίνεται, ωστόσο, στην επιλογή του σχεδίου είναι αποτέλεσμα
της μαεστρίας του συγγραφέα, που δεν καθοδηγεί αλλά δίνει τις αποχρώσεις και προκαλεί. Τα θέματα που τίθενται πολλά, όμως οι
απαντήσεις είναι προσωπικές. Χωρίς μίζερους διδακτισμούς και επεξηγήσεις,
τολμηρά θίγονται όλα, τα μικρά και τα μεγάλα ενώ οι πολιορκητικές μηχανές που καλά κρύβονται στα κάστρα του καθενός
εμφανίζονται στο προσκήνιο και ενεργοποιούνται.
Δυο φίλοι. Ένα όνειρο. Και
ευρήματα συγγραφικά ως το τέλος, που παιχνιδίζουν ανάμεσα στον υπερρεαλισμό και
το ρεαλισμό και διατηρούν ακμαίο το αναγνωστικό ενδιαφέρον ως το τέλος του
βιβλίου, χωρίς «κοιλιά» σε κανένα σημείο του. Η αφήγηση που φαίνεται ηθελημένα να αποδομεί τη λογοτεχνική γραφή,
σχεδόν προφορική, με μια χαρισματική οικειότητα, μεταφέρει τον αναγνώστη σε
πολύ γνωστές του, καθημερινές καταστάσεις-στιγμές, απλές μα συνάμα πολύτιμες, στιγμές
που ίσως η βαρύτητά τους περνά υπό
φυσιολογικές συνθήκες απαρατήρητη: μια βόλτα με το φίλο στο βουνό, η συνομιλία
στο αυτοκίνητο με το συνοδηγό, η παρέα προς το καφενείο του χωριού ή προς το
σπίτι του γείτονα. Ωστόσο, αυτό το τόσο γήινο και ανθρώπινο της κουβέντας που
εδράζεται σε συνειρμούς, της «μιλητής» παρέας σε ένα μονοπάτι ενός χωριού μέσα σε όλη τη ροή ενός ήθελημένου συναπαντήματός τους
ξεσκεπάζει στοχασμούς μεταφυσικούς και μη.
Σε όλο αυτό το οικείο σκηνικό έρχεται πολύ
όμορφα αιφνιδιαστικά να προστεθεί μία ακόμη συνομιλία. Μια συνομιλία τεχνών.
Οι εξαιρετικές φωτογραφίες του Παναγιώτη Κουντουράπου θα μπορούσαν να αποτελούν αυτόνομα έργα τέχνης, συνοδεύουν σχεδόν αποκαλυπτικά το κείμενο και
ανοίγουν διάλογο με αυτό. Και αυτή η πρόταση, της νέας κειμενικότητας και
αλληλοσυμπλήρωσης παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον αλλά και λειτουργεί ως
βιταμίνη αναγνωστική.
Ένας Αγγελίδης Γκέντζος
διαφορετικός, κόντρα σε προηγούμενες γραφές του, κάτι που αυταπόδεικτα
πιστοποιεί τη συγγραφική του δεινότητα.
Mementomori. Hζωή που κυλά ακόμη πιο όμορφα μέσα από
τη συνειδητοποίηση του θανάτου. Η ζωή που εμπεριέχει με έναν τρόπο μαγικό
εκείνους που έφυγαν. Ο Τάσος Αγγελίδης
Γκέντζος αμβλύνει γωνίες και απαλύνει. Mementomori. Μια πρόταση ζωής που μπορεί να
καυχιέται για τη ζωντάνια της!
Ένα καλοκαιρινό φόρεμα φορούσε η ακακία, να
στέλνει τις ανταύγειες το φεγγάρι στα φύλλα της και κείνη με μια απαλή σπρωξιά να τις γλιστρά απαλά στους περαστικούς που ξαπόσταιναν στο
παγκάκι πλάι στο τεχνητό γρασίδι της πλατείας.
Άπνοια, γλυκιά βραδιά, ιουλιάτικη,
γεννοβολούσε σκέψεις με πουπουλένιο βάρος.
Συνεπής δεσμώτης της συνήθειας
αλλά και της τήρησης ωραρίων, λες και είχε κλεισμένη τη θέση στο παγκάκι,
βόλεψε την τσάντα της, ακούμπησε το νερό της και άναψε τσιγάρο. Η πρώτη ματιά χαρισμένη, κάθε βράδυ στη
φυλλωσιά της ακακίας, να κλέψει λίγο από το φως, να αλαφρώσει από την εκάστοτε
σκέψη που τη βασάνιζε, να της επιστραφεί μεταλλαγμένη σε μουρμουρητό ονείρου. Στη
δεύτερη ματιά την είδε. Μια νεαρή, μελαμψή αθίγγανη, με ένα «γατί» στην
αγκαλιά, ένα μωρό τόσο μικρό, που σίγουρα μετρούσε ελάχιστες μέρες ζωής. Πολύ γρήγορα
παρατάχτηκαν σε κύκλο γύρω της πέντε γυναίκες, λειτουργοί σε μια ιδιότυπη ιεροτελεστία. Τώρα
η νεαρή μάνα είχε ακουμπήσει το νεογνό στην πρόχειρη πάνα και σταύρωνε τα
ποδαράκια και τα χεράκια, το ξέπιανε, το γύμναζε λες για τη ζωή, του
μουρμούριζε λόγια αγάπης, σαν να του
υποσχόταν, ξανά και ξανά, κάθε κίνηση και υπόσχεση, κάθε κίνηση και σταλαγματιά
μητρικού πολτού… Οι άλλες σα νονές, παρακολουθούσαν εντατικά, ύφαιναν σα μοίρες
στο στημόνι της νέας ζωής τις πολύχρωμες κλωστές τους, ξόρκιζαν λες, μουρμουρίζοντας στη γλώσσα τους, φωνασκούσαν, συμβούλευαν. Η
μάνα το κανάκευε, εκείνο όμως έκλαιγε, πεινούσε, ίσως και να τρόμαζε από την
εισβολή του κόσμου στα νεοφώτιστα ματάκια του. Και μόνο όταν ακούμπησε στη θηλή
της, όλα σίγησαν, κι εκείνο, και οι νονές και η ανάσα της ακακίας. Μόνο η
λαίμαργη ρουφηξιά του ακουγόταν παλμός ζωής στη νύχτα.
Πήρε την
τσάντα της όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, να μην ταράξει την ησυχία της ζωής που έξαινε
την απλότητα και το μεγαλείο της.
Δυο κυρίες που
περνούσαν δεν είχαν την ίδια γνώμη…
-καλέ, κοίτα
κοίτα, ασαράντιστη, μες στη βρώμα, κάθεται και το θηλάζει.
-Ε, γυφτάκια,
συνηθiσμένα είναι αυτά, αντέχουν…
z
Ο Νοέμβρης και
πάλι δεν πρωτοτύπησε. Βροχερός, ρομαντικός και κρύος, τσουλούσε ατίθασα τα
τελευταία φύλλα από το κλωνάρι τους για να χρωματίσει το πλακόστρωτο της πλατείας
με την γήινη υγρασία του.
Στεκόταν μπροστά στο θολωμένο απ’ τον αχνιστό καφέ τζάμι παρακολουθώντας
τεμπέλικα, κάνοντας το διάλειμμά της, την πτώση ενός φύλλου, λίγο πριν
σχηματίσει το τριπλό νούμερο.
Δυο
νεαροί σ’ ένα περίπτερο αγόραζαν εφημερίδες, δύο σύν ένα δώρο.
Δυο μαινόμενες κυρίες διεκδικούσαν το τελευταίο ταξί της
πιάτσας. Ασθμαίνοντες περαστικοί με ταχυντικούς ρυθμούς. Ομπρέλες ανοιχτές τα
στόματά τους, γέρναν προς τα κάτω, αυτόματα ανοιγμένες στην υγρασία των ματιών.
Τα ηλιόλουστα πρόσωπα ακριβή πολυτέλεια πλέον, τυπωμένη σε σελίδες περιοδικών. Παιδιά
παχύσαρκα, αχτένιστα έσερναν βαριά τα βήματά τους στην γωνιακή κρεπερί.
Και κάπου εκεί
ένας άγγελος. Ένα αποστεωμένο κοριτσάκι
είχε κλείσει στρείδι τα χεράκια πάνω από το κεφάλι. Στρείδι και η ψυχούλα του,
το μαργαριτάρι της δεν είχε δει ακόμη
φως ήλιου. Υπέμενε αθόρυβα το μένος των χτυπημάτων του ενήλικα κηδεμόνα
του. Εκεί, στο κέντρο της πλατείας. Ο κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Λοξές ματιές στο περιστατικό, και μετά πάλι ευθεία. Η
κραυγή που ξεχείλιζε από την εμβρυική στάση του λαβωμένου πλάσματος αδύναμη να
διαπεράσει τα τύμπανα βαρήκοων περαστικών. Κι αν κρατάει σουγιά; Κι αν είναι πιωμένος; Δεν ξέρεις. Εν βρασμώ… Δεν είναι
καιρός για ηρωισμούς. Άλλωστε ένα γυφτάκι είναι. Συνηθισμένα είναι αυτά,
αντέχουν.
Λίγο πιο πέρα
ένας μετανάστης ρεκλαμάριζε την τέχνη
του μορφώνοντας κοχλιωτά μικρά ροζ συννεφάκια.: «Εδώ το καλύτερο μαλλί της
γριάςςςςςς!!!!!!»
Ευδοκία Φανερωμένου
Τρίτη 16 Ιουνίου 2015
"Δεν έκανα ταξίδια μακρινά, ταξίδεψε η ψυχή και αυτό μου φτάνει..."
Ένα φυσηματάκι του νοτιά,ένα ρίγος θαλασσί και η βάρκα λύθηκε....
Η ιδέα του είχε καρφωθεί πρόσφατα στο μυαλό. Έτσι. Απρόσκλητη. Το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη για δύο εβδομάδες, προέκυψε πιο νωρίς απ’ ότι το υπολόγιζε και του έδινε την ευκαιρία. Αρκετές από τις επιχειρήσεις που είχε αναλάβει την οργάνωση και προώθηση της δουλειάς τους είχαν ζητήσει εκτάκτως μια δια ζώσης επαφή. Η Κλειώ που είχε αναλάβει τη φοροτεχνική τους υποστήριξη είχε γίνει σχεδόν υστερική με την υπόθεση «τυπικότητα». Η Θεσσαλονίκη ονομάστηκε προτεραιότητα, η βαλίτσα ετοιμάστηκε από την ίδια, πριν ακόμη εκείνος το καταλάβει, και τα εισιτήρια ήταν ακουμπισμένα στον μπουφέ. Ο Αποστόλης απόλαυσε δυο γουλιές από τον καφέ του και έκανε αυτόματα την κίνηση να φορέσει τα παπούτσια του. Κοντοστάθηκε. Άνοιξε τη βαλίτσα, αναζήτησε τη θήκη με τα προσωπικά καλλυντικά και με μια αποφασιστική κίνηση αφαίρεσε το ξυραφάκι και το πέταξε στα σκουπίδια.
Η μέρα ήταν βροχερή. Ο συριγμός της βροχής σχεδόν βίαιος έμοιαζε να θέλει να θολώσει τα βλέμματα, να επισπεύσει τα βήματα και να ακυρώσει την όποια απόπειρα να ξεστρατίσει η ματιά σε κτίρια και ανθρώπους. Ευτυχώς το διαμέρισμά του, παρότι μικρό είχε το προνόμιο της θέας στο Θερμαϊκό και την υγρή του συνομωσία με τον χειμερινό ουρανό… Ήταν το καταφύγιό του τις βραδινές ώρες. Η θέα ήταν η λίμα που αποσπούσε τη σκόνη του πληθωρισμού των επαφών του κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τακτοποίησε τις εκκρεμότητες και πριν ξεκινήσει για το πρώτο του ραντεβού σταμάτησε στον καθρέφτη. Έσυρε την παλάμη στο πρόσωπό του για να αισθανθεί την αδρότητα από τα πρώτα γένια μετά το χθεσινό ξύρισμα. Και χαμογέλασε.
Η βροχή τώρα είχε ηρεμήσει τον ρυθμό της και τα βρεγμένα πεζοδρόμια τόνιζαν ακόμη περισσότερο την ασχήμια της εγκατάλειψης και της προχειρότητας. Πλακάκια σπασμένα, κάγκελα σκουριασμένα, κτίρια κακοφορμισμένα, βεβηλωμένα. Ο ξένος που θα αναζητούσε την αισθητική του προφανούς, ίσως να μην άντεχε πάνω από δύο μέρες παραμονής σε αυτήν. Για τον ίδιο όμως, η πόλη κουβαλούσε μια ενέργεια τόσο δυνατή, που δυναμίτιζε την όποια ελευθερία του και ενεργοποιούσε τα γρανάζια της τόλμης του… Όπως σήμερα το βράδυ, στο Καπάνι, που κρατούσε την μόλις αγορασμένη στρατιωτική κουβέρτα για το σκοπό του.
Οι μέρες περνούσαν με αδημονία. Χρειαζόταν λίγο ακόμη χρόνο, ώσπου το χέρι στο πρόσωπο να συναντήσει πιο πυκνά γένια. Τα γένια του. Το εισιτήριο για τη δική του 25 ώρα. Η κουβέρτα. Το όχημα για το δικό του, προσωπικό ταξίδι. Την πέμπτη μέρα ήταν έτοιμος. Ο καλοντυμένος ώριμος επιχειρηματίας με το γενάκι που σίγουρα πρόδιδε τάση της μόδας για τους ανυποψίαστους συνεργάτες και πελάτες, κλειδωνόταν στο τελευταίο λεπτό πριν τα μεσάνυχτα. Εκείνη την ώρα είχε επιλέξει ως το μεταίχμιο της δεύτερης ζωής που αποφάσισε να χαρίσει στον εαυτό του ως εμπειρία. Με γρήγορες, κλεφτές κινήσεις βρέθηκε στην Πλατεία Αριστοτέλους. Και στο πρώτο ελεύθερο παγκάκι τυλίχτηκε με την παλιά κουβέρτα και διπλώθηκε σχεδόν σε εμβρυική στάση… Η 25 ώρα του. Τη σκεφτόταν από μικρό παιδί. Μια ώρα ολόδική του. Άγνωστη στους υπόλοιπους. Μια ώρα όπου θα μπορούσε σαν τον σούπερμαν ή κάποιο από τα αγαπημένα του καρτούν να μεταμορφώνεται, να παρατηρεί, να οσμίζεται και να εισπράττει την ανάσα της ζωής και του κόσμου. Το σφυγμό της εποχής και το στίγμα της… Η 25 ώρα του. Και εκείνος όχι καρτούν, αλλά ένας άστεγος στην Πλατεία Αριστοτέλους…
Τα φώτα και η υγρασία έσφιγγαν τώρα την πόλη με τον κορσέ της νύχτας… Και εκείνη άφηνε σαν άρωμα τις σκιές και την πολυσημία της καθώς χόρευε τη ζεμπεκιά της. Τα μάτια του ίσα που φαινόταν ανάμεσα στο σκούφο και τη χλαίνη που τον σκέπαζε… Μα η ματιά, άγραφο χαρτί, έτοιμο να παραδοθεί στην έμπνευση του πιο σοφού γραφέα… της ίδιας της ζωής. Εκείνη ήξερε το ίδιο καλά να σκαλίζει ορνιθοσκαλίσματα ταυτόχρονα με καλλιγραφίες. Περαστικοί βιαστικοί με χαμηλωμένα τα βλέμματα, συντονισμένοι στους προορισμούς της βραδιάς, έρχονταν και χάνονταν από μπροστά του χωρίς να του δίνουν σημασία. Μια γυναίκα έσερνε το ξενυχτισμένο αγοράκι της από το χέρι φωνάζοντάς του. Τρεις νεαροί κάθισαν για λίγο στο διπλανό παγκάκι αφοσιωμένοι στην οθόνη του κινητού τηλεφώνου τους… Στάση για τσεκ ιν, σκέφτηκε… Τα υπόλοιπα παγκάκια πολύ σύντομα ήταν όλα κατειλημμένα. Από παρέες που έδιναν ένταση με τα γέλια τους στη γλυκάδα της βραδιάς. Από ζευγάρια που έχτιζαν τους προμαχώνες των στιγμών τους. Από μοναχικούς διαβάτες που στάθμευαν άλλοτε αναποφάσιστοι και άλλοτε αποφασισμένοι να σφραγίσουν λέξεις, κεφάλαια, αρχές και τέλη… Προσωρινές κρατήσεις θέσεων, μέχρι να έρθει ο επόμενος ένοικος για να αφήσει το δικό του χνάρι στο κάθε πολυκαιρισμένο παγκάκι.
Και εκείνος εκεί. Κάθε βράδυ. Αόρατος σε όλους, αθέατος, να εισπράττει τις ανάσες της ζωής, την ομορφιά και την ασχήμια της. Τέταρτη συνεχόμενη νύχτα και κανένας δεν είχε σταθεί στο παγκάκι πλάι του. Ακόμη και όταν όλα τα υπόλοιπα δεν ήταν διαθέσιμα. Χθες μια νεαρή κοπέλα τράβηξε άκομψα, μάλλον προκλητικά τη φίλη της που τυχαία ακούμπησε στην κουβέρτα του περνώντας ξυστά από μπροστά του. Αυτόματες κινήσεις, φοβικές. Αυτόματες σκέψεις ανθρώπων ταμπελοφόρων… Βγάζουν από την ποικιλία της συλλογής τους την κατάλληλη ταμπέλα και ονοματίζουν το σύμπαν τους… Πριν από λίγο μια κοπέλα ακούμπησε το ραδινό κορμάκι της στο απέναντι παγκάκι. Κύρτωσε τη ράχη και το σώμα είχε ήδη αρχίσει να ταλαντώνεται από τους λυγμούς της… Ο πόνος είναι θέριεμα της νύχτας. Ντύνεται το σκοτάδι και κυκλοφορεί πιωμένος σε πλακόστρωτα και σε παγκάκια… Γύρισε το βλέμμα της και τον κοίταξε… Δεν τόλμησε να του μιλήσει. Σέρνοντας αργά τα βήματά της κατευθύνθηκε στην άκρη του δρόμου, μπήκε στο πρώτο ταξί που συνάντησε και χάθηκε στη χοάνη της νύχτας…
Εκείνην κοιτούσε ο Αποστόλης, όταν ένιωσε την παρουσία του δίπλα του. Μια λεπτοκαμωμένη, αποστεωμένη φιγούρα με μια χάρτινη σακούλα συνοδεία. Την κρατούσε με τόση τρυφεράδα που νόμιζες ότι στο παγκάκι δεν κάθονταν δυο ψυχές, αλλά τρεις. Οι δυο τους και η σακούλα. Κοιτούσε τη θάλασσα, τον ορίζοντα και η αναπνοή του ήταν βαριά, ανάσαιμα καημού, ανάσαιμα ταλαιπωρημένου οδοιπόρου. Στάθηκε αρκετή ώρα δίπλα του χωρίς να μιλά.
«Άραγε με βλέπει; Ή ζει στη δική του διάσταση, στεγανοποιημένος στις σκέψεις του;» αναρωτήθηκε όλος περιέργεια ο Αποστόλης.
Κάποια στιγμή το χέρι ψαχούλεψε το εσωτερικό της σακούλας και έβγαλε με ευλάβεια το περιεχόμενό του. Ένα ξύλινο χειροποίητο καλογυαλισμένο καροτσάκι με χειρολαβές, που μόλις χωρούσε στην παλάμη του. Με τα ακροδάχτυλα περιέτρεξε το περίγραμμά του, σα χάδι σε ορφάνια.
«Είναι μασίφ»… ψέλλισε χαμηλόφωνα.
«Ξύλο ελιάς. Πέντε μέρες το σκάλιζα…»
Σιώπησε για λίγο… Και σα να ήθελε να ξεβράσει τη θύελλα που έκρυβε η ψυχή του, έγινε χείμαρρος που βρήκε την κοίτη του στη συντροφιά του άγνωστου άντρα που στεκόταν στο παγκάκι, άχρονος, χωρίς ταυτότητα, μια κοίτη ασφαλής, ανώνυμη.
« Εδώ και πέντε μήνες το δείχνω παντού, και αυτό και τα άλλα ξύλινά μου δημιουργήματα, σε όποιον μπορείς να φανταστείς. Είμαι άνεργος εδώ και έναν χρόνο. Το εργοστάσιο που δούλευα έχει κλείσει. Δουλεύει μόνο η κυρά. Καθαρίζει σκάλες. Δεν μπορώ ούτε σοκολάτα στον εγγονό μου να πάρω… Όταν μένεις άνεργος στα 50 πονάει πολύ… Χρόνια τα σκαλίζω… Το ξύλο το αγαπώ. Κι εκείνο όμως. Είτε λέγεται έπιπλο, είτε πρώτη ύλη… Του μιλάω και μου μιλά. Το γυαλίζω… Φτηνά το δίνω… Τίποτα… Να, σχεδίασα και αυτή τη μακέτα για να τυπώσω κάρτες, κάποια στιγμή όταν μπορέσω… μα τζάμπα κόπος… Δεν παίρνουν το τηλέφωνό μου ούτε από ευγένεια…» είπε βγάζοντας από τη σακούλα το πόνημά του.
Η ματιά του Αποστόλη πλέον είχε σαγηνευτεί από το μικροσκοπικό αντικείμενο… Κουβαλούσε μια τελειότητα ξεχωριστή… Αυτός ο άνθρωπος ήταν πραγματικός τεχνίτης…Τον κοίταξε ορθά στα μάτια…
«Μπορώ να το περιεργαστώ;» ρώτησε.
«Το ρωτάς, ρε φίλε; Είσαι ο πρώτος που χαλαλίζει τη ματιά του».
Έβγαλε το χέρι από την κουβέρτα και η αφή γλυκάθηκε από τη λεία επιφάνεια. Έδωσε κίνηση με τον δείκτη του στη μασίφ ρόδα και τσούλησε το καροτσάκι στη ράγα από το παγκάκι…
«Είναι μοναδικό. Απόστολος.» συστήθηκε.
«Να σαι καλά ρε φίλε. Ιάκωβος. Αλλά τι σου λέω και σένα βραδιάτικα… Έχεις χειρότερα ζόρια από μένα… Σχώρα με. Σχώρα με, αδερφέ…»
«Μήπως μπορείς να μου κάνεις μια χάρη; Θα μπορούσες να πεταχτείς στο περίπτερο να με κεράσεις ένα νεράκι; Τα πόδια μου δε με βαστούν…»
«Φυσικά, άνθρωπέ μου. Είναι το λιγότερο που μπορώ να σου προσφέρω. Κράτα μου εσύ τη σακούλα μόνο. Ναι;»
Το νερό προσφέρθηκε με αξιοπρέπεια και το ίδιο αξιοπρεπώς, ζητώντας μια ακόμη φορά συγνώμη ο Ιάκωβος ζυμώθηκε με τους περαστικούς και χάθηκε στη νύχτα. Αποκαμωμένος φόρεσε τις παντόφλες του και έγειρε σύντομα στο πλευρό της αγαπημένης του γυναίκας… «Αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα» ψιθύρισε και παραδόθηκε στην κούρασή του.
Το επόμενο πρωί πίνοντας το ελληνικό καφεδάκι του κάκιωνε τον εαυτό του που τόλμησε να φερθεί τόσο αλαζονικά σε έναν άστεγο, ταλαιπωρημένο άνθρωπο… «Δεν έπρεπε να παρασυρθώ… Δεν έπρεπε…»
Ήταν περασμένες δώδεκα όταν χτύπησε το τηλέφωνο… «Καλημέρα σας. Ο κύριος Ιάκωβος Πολυζώης;… Από το εργαστήρι «Τζεπέτο» σας τηλεφωνώ… Έχουμε ανοίξει πολύ πρόσφατα και στόχος μας είναι η χονδρική πώληση ξύλινων αντικειμένων αποκλειστικά χειροποίητων Χρειαζόμαστε έναν καλό τεχνίτη. Μήπως θα μπορούσατε να περάσετε να τα πούμε από κοντά;… Είμαστε στη διεύθυνση….» Οι τελευταίες λέξεις γράφτηκαν στο χαρτί από το τρεμάμενο χέρι του Ιάκωβου… Που τον είχαν βρει; Ποιος; Βιαστικά κατευθύνθηκε στην καρέκλα όπου είχε ακουμπήσει τη χθεσινή του σακούλα. Η μακέτα έλειπε από μέσα…
Το ίδιο βράδυ βρέθηκε στην πλατεία Αριστοτέλους. Το παγκάκι του Αποστόλη ήταν άδειο…
_
Η Φανερωμένου Ευδοκία ζει και εργάζεται στην Καβάλα. Της αρέσει να γράφει και να αποτυπώνει εικόνες και στιγμές.
Η ίδια δηλώνει: “Ένα στιγμιότυπο στέκεται πάντοτε η αφορμή για να αναζητήσω ένα στυλό, μια φωτογραφική μηχανή, ένα πληκτρολόγιο. Είναι τα δικά μου πρόχειρα εργαλεία για να συμπληρώνω πάντα το δεύτερο σκέλος της εξίσωσης: …+ ! + ; = “.
Ένα ακόμη έργο μιας λογοτεχνικής
ιδιοφυίας. Γιατί όταν μιλάμε για το Γιάννη Καλπούζο, μιλάμε για έναν λογοτέχνη
που κινείται με αφοπλιστική άνεση ανάμεσα στην ποίηση, τη
στιχουργική, το ιστορικό μυθιστόρημα, το αστυνομικό θρίλερ, ανάμεσα στο
παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μεταβολιζόμενος κάθε φορά γλωσσικά και σκηνικά
στην ατμόσφαιρα που αποκαλύπτει ο ελευθερωμένος από τους ασκούς του
αγέρας.
Είναι πολύ σπάνιο και,
φαντάζομαι, εξαιρετικά δύσκολο για έναν συγγραφέα να ξεφύγει από τον στερεότυπο
τρόπο γραφής και θεματολογίας καταφέρνοντας να προσφέρει στους αναγνώστες του
μοναδικά, πρωτότυπα κάθε φορά έργα.
Κάπως έτσι, το ΣΑΟΣ, αποτελεί μία
περίπτωση unicum. Επικό και ανεπιτήδευτα κινηματογραφικό, στηριγμένο
σε ένα απρόοπτο, λειτουργεί μαγνητικά για τον αναγνώστη, από την αρχή μέχρι το
τέλος.
Ένα νησί, φανταστικό, που θα
μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε ελληνικό νησί, ή ένα νησί οπουδήποτε στον
κόσμο, μα μέσω του Καλπούζου ένα νησί κουβαλητής της ταξιδιωτικής ματιάς
του, μέσα από τα επίσης φανταστικά, αλλά καθόλα ελληνικά και υπαρκτά τοπωνύμιά
του. Η κανονικότητα της ζωής διακόπτεται από ένα ισχυρό σεισμό και την απρόοπτη
εξέλιξή του: ως μετασεισμός προκύπτει η σταδιακή βύθιση του νησιού και η
ανάδυση μιας νεφελώδους στάχτης που καθιστά αδύνατη την όποια επικοινωνία
με τον υπόλοιπο κόσμο και την παροχή βοήθειας. Η απροσδόκητη εισβολή της
πολύ σοβαρής πιθανότητας επικείμενου θανάτου ενεργοποιεί απρόβλεπτες
αντιδράσεις στους μέχρι πρότινος «κανονικά» συμπεριφερόμενους κατοίκους,
αντιδράσεις που ποικίλουν από το μεγαλείο της υπέρβασης και της προσφοράς ως
την απόλυτη αποκτήνωση, την αυτοδικία, την παράκρουση και την παράνοια.
Με εξαιρετική μαεστρία, ο
συγγραφέας συνθέτει τις ανθρώπινες ψηφίδες όλων των αποχρώσεων στο πλάτωμα
μιας φυσικής καταστροφής. Και χωρίς καμία πρόθεση διδακτισμού
αποδομεί τη ανθρώπινη φύση, της αποσπά την πανοπλία της καθημερινότητας και της
ασφάλειας και της αφήνει μοναδικό λάφυρο το φόβο. Ο τρόπος που ο κάθε ήρωας
έρχεται αντιμέτωπος με το λάφυρό του αυτό, αποκαλύπτει ακριβώς το ταλέντο του
Καλπούζου να διαχειρίζεται τη διάσπαρτη δύναμη της δημιουργίας, όπως ο ίδιος
την ονοματίζει στο βιβλίο.
Πέρα από το γεγονός ότι το βιβλίο
πάλλεται από ένταση και αγωνία, η μαγεία του είναι δεμένη στα κρόσσια
ενός χαλιού που σου επιτρέπει από ψηλά να έχεις το προνόμιο της θέας του τι
τελικά μένει. Τι είναι αυτό που αξίζει στην ανθρώπινη ζωή. Ποιο είναι εν τέλει
το συστατικό της σοφίας και της ουσίας του σύντομου περάσματος του ανθρώπου από
τη ζωή. Πάνω σε τούτο το μαγικό χαλί, όταν όλα φαίνονται μικρά κει κάτω, όταν
τα ανθρωπάκια μυρμήγκια κουβαλούν στις εύθραυστες υποχθόνιες φωλιές τους τα
σποράκια της ματαιοδοξίας, για να ξεχειμωνιάσουν, σε κάποιες μικρές γωνιές ο
ήλιος στήνει γέφυρα το φως του και το τοπίο λαμπυρίζει, όπως ο ποδόγυρος στο άσπρο
φουστανάκι της δεκάχρονης Ρόζας. Είναι οι γωνιές κυψέλες, οι γωνιές μήτρες όπου
φωλιάζουν οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της ζωής. Από την καταβύθιση του νησιού
επιπλέουν τελικά ο έρωτας, η δημιουργία, η αγάπη . Οι όποιες
φέλλινες επιπλεύσεις ανθρώπων που εκμεταλλεύτηκαν συγκυρίες, εφάρμοσαν
στρατηγικές και άδραξαν ευκαιρίες ,λειτουργούν εξισορροπητικά, ως η σκούρη
πινελιά στον καμβά της αληθινής ζωής, ως ο τόνος της αντίθεσης στα φωτεινά
χρώματα των υγιών δυνάμεων.
Ανάλογα λειτουργούν κάποιες
απόλυτα σεισμικές στιγμές, όπου αποκαλύπτεται βιβλικά η ταυτόχρονη
συνύπαρξη του καλού και του κακού, του μαύρου και του άσπρου ακαριαία. Το
δαιμονικό στοιχείο απέναντι στο καθαγιασμένο…
Λεπτοδουλεμένος σαρκασμός
και αίσθηση βελούδου συντίθενται σε μια ισορροπία εύθραυστη και
πολύτιμη που οδηγεί τον αναγνώστη στην πρόσληψη εικόνων και
συλλογισμών. Γ ια το διττό των ανθρωπίνων. Για τον Ιανό που παραφυλάγει
με παιγνιώδη διάθεση σε κάθε μας βήμα.
Και όλα αυτά με μια γραφή
χαρισματική, που βηματίζει αυθεντική με τα άρβυλα της έμπνευσης και
αποκαλύπτει έναν μοναδικό τεχνίτη του λόγου. Στην ονοματοθεσία- ο κάθε
ήρωας δε φαίνεται καθόλου τυχαία να φέρει το όνομά του- στην εγκιβωτισμένη
ποίηση, στη σύλληψη νοητών έργων τέχνης που περιγράφονται σχεδόν ονειρικά . Στην
εκτόνωση της αγωνίας και της έντασης με τεχνικές ευρηματικές. Κάθοδος Μυρίων,
Όμηρος, Βαβέλ, εικόνες αποκάλυψης… όλη η γη σε μια γραφή.
Ένα μυθιστόρημα με πλοκή τόσο
αριστοτεχνικά δουλεμένη, που κρύβει καλά τα μυστικά της για να τα εμφανίσει ως
ανατροπές σε ανυποψίαστες στιγμές. Ένα μυθιστόρημα που ακροπατώντας στο
παρελθόν και αγγίζοντας το μέλλον κατορθώνει να παραμείνει …άχρονο, και συνεπώς
διαχρονικό!