Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Καταρράκτης...

Τρίτη, 7:30 π.μ.

Ρούφηξε την τελευταία γουλιά από το σκέτο ελληνικό του και σηκώθηκε. Οι επόμενες κινήσεις, τελετουργικές. Οι ίδιες κάθε μέρα. Βρέξιμο της τσατσάρας, δυο ψεκασμοί κολώνιας-η τελευταία αγορασμένη από πλανόδιο στην παραλία- στρώσιμο του μαντηλιού στο πέτο, παπούτσια και έτοιμος. Τι κι αν το σακάκι δε θύμιζε τίποτα από εκείνην την εποχή που… Λάθος σκέψη. Τα παπούτσια είναι του γιου του. Και είναι άνετα.
Περπατά σκυφτός κοιτάζοντας προσεκτικά το έδαφος. Γηρατειά θα έλεγε κανείς. Όμως για εκείνον, η περπατησιά αυτού του στυλ είναι η ανεμίζουσα σημαία της αξιοπρέπειάς του.
 «Πάρε ένα μπαστούνι, άνθρωπέ μου, αφού δε βλέπεις, θα τσακιστείς καμιά μέρα…» τον γλωσσότρωγε καθημερινά η κυρά Ματούλα για τον κόσμο, Μαλάμω για τον κυρ Λεωνίδα. Τσακίστηκε. Όχι μία, αλλά αρκετές φορές. Μα κι αυτό φρόντισε επιμελώς να το συγκαλύψει. Μια τον πονούσε το γόνατο, δήθεν από τον καιρό, μια ο αγκώνας  απ’ τα αρθριτικά…Και στο μπάνιο κρυφά άδειαζε το μπουκαλάκι το ιώδιο και έβγαζε τρελή τη Μαλαματή
 «Μα πότε στο καλό τέλειωσε το ιώδιο; Τι θα βάλω στο παιδί τώρα…».
 «Καλά, τόσο καιρό που σου λέω ότι έχει τελειώσει δε μ’ ακούς. Άρχισες να τα χάνεις κυρά Μαλάμω».
Είχαν περάσει δυο χρόνια από τότε που έκανε την επέμβαση στα μάτια. Καταρράκτης, επέμβαση ρουτίνας στα 84. Μπήκε χαρούμενος στο χειρουργείο. Βγήκε με ακόμη πιο θολωμένη όραση. «Θα δεις, παππού, περίμενε να περάσουν μερικές μέρες…» του είχαν πει. Και δεν ξαναείδε. «Καλά, κυρ Λεωνίδα, δεν το ήξερες ότι έπρεπε να δώσεις φακελάκι; Α, σαν τον αφελή πιάστηκες στη φάκα» έσταζαν ξερολισμό μα και αλήθεια τα λόγια της γειτόνισσας.  Η διάγνωση του οφθαλμιάτρου που επισκέφθηκε αργότερα ήταν κατηγορηματική. Η κατάσταση δεν επιδέχεται βελτίωση. Θα συνηθίσεις να ζεις με μειωμένη όραση στα δυο σου μάτια. Από τότε η θολούρα είχε γίνει η πιο πιστή φιλενάδα του. Αλλά και η δύναμη που πυροδότησε τις άλλες αισθήσεις του, την όσφρηση και την ακοή. Αρνήθηκε την όποια βακτηρία. Και   κύρτωσε την πλάτη σαν ασπίδα στη θολωμένη του όραση.


Στο πλαίσιο της τελετουργίας εντασσόταν και η καθημερινή διαδρομή του. Μανάβης, Φούρναρης, μια φορά την εβδομάδα κρεοπώλης και … το πρακτορείο λαχείων της γειτονιάς. Δεν ήθελε να κερδίσει πολλά. Ένα βοήθημα. Όχι για τον ίδιο. Για τα παιδιά. Χρονιάρες μέρες και ντρεπόταν που δεν είχε να δωρίσει το κατιτίς στα εγγόνια του. Κι ας μην έφταιγε εκείνος.Χα. Εκείνος. Που παλιά… Όλα τα άλλα  μπορούσε να τα προσπεράσει. Όμως αυτό όχι. Μπορούσε να περάσει με  τα λιγοστά του χρήματα, σπαρτιατικά.Μπορούσε να αντέξει χωρίς θέρμανση. Μια χαρά τα βόλευε με την παλιά του ρόμπα. Όμως τα εγγόνια… Χρονιάρες μέρες ήτανε. Αυτό ξεπερνούσε τις δυνάμεις του.
Το σούπερ μάρκετ της περιοχής ασφυκτιούσε από τον κόσμο. Η λαιμαργία των γιορτών καταβρόχθιζε ακόμη και την ευγένεια. Σπρώχνονταν όλοι στην ουρά μπροστά από  χοιρομέρια και παστουρμάδες που υπόσχονταν το τελευταίο που τους είχε απομείνει: ένα λαμπερό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Να χορτάσει πρώτα το μάτι, μετά η κοιλιά και να έχει επιτευχθεί ο στόχος. Να περισωθεί τουλάχιστον αυτή η πολυτέλεια από τα δόντια του ανάλγητου κράτους.
Ήρθε η σειρά του. -«Δέκα φέτες σαλάμι αέρος, παρακαλώ» ψέλισσε στη γυναικεία φιγούρα που διέκρινε. Δίπλα του η φρεσκάδα του αρώματος ενός νεαρού του τρύπαγε τα ρουθούνια. Από τη μια τα χοιρομέρια και από την άλλη εκείνη η δροσιά. Θυμήθηκε φευγαλέα τα νιάτα του. Και μια υποψία χαμόγελου στάθμευσε βιαστικά στα χείλη του.
Το ψωμί ο φούρναρης το είχε κρατημένο. Το ίδιο και τα χόρτα ο μανάβης. Διέσχισε την πλατεία και την οχλοβοή,  αργά, πάντα σκυφτός. Μα, η μυρωδιά εκείνη δεν έλεγε να φύγει από τα ρουθούνια του. Λες και τον ακολουθούσε. «Α, δε θέλω τέτοια, κυρ Λεωνίδα. Σα πολύ να το κανάκεψες το παρελθόν, σήμερα. Δεν ωφελεί. Σε λίγο θα αρχίσεις να έχεις φαντασιώσεις…».


Τρίτη 10:32 πμ

Μέσα στο προποτζίδικο γινόταν το αδιαχώρητο. Υποσχέσεις και τζόγος μπερδεύονταν ανάμεσα  σε πανωφόρια με μυρωδιά στριφτού τσιγάρου, αποφόρια και αποφορά.Και τη μυρωδιά από τα…νιάτα, εκείνη την ίδια που έμοιαζε να τον ακολουθεί από το σούπερ μάρκετ  επίμονα βασανιστική, να διαψεύδει τη φαντασία του. Έπαιξε τη στήλη του και κίνησε προς την έξοδο.
Και εκεί το είδε. Θολό μα συνάμα ξεκάθαρο. Ένα χαρτονόμισμα  πεσμένο σα φύλλο φθινοπωρινό στο υγρό χειμωνιάτικο πλακόστρωτο. Έσκυψε. Κοίταξε πρώτα αριστερά, έπειτα δεξιά. Και με γρήγορες κινήσεις το έβαλε στην τσέπη του. Στην πρώτη γωνία που βρήκε σταμάτησε. Τα χέρια ψαχούλεψαν την τσέπη με λαχτάρα παιδιού που ανοίγει καραμέλα.  Μπόρεσε να ξεχωρίσει το χρώμα πρώτα, το 2 και τα δυο μηδενικά στη συνέχεια. Τα χέρια έτρεμαν. Όχι δεν ήταν δυνατόν. Αυτά ΔΕ συμβαίνουν.Κι αμέσως η σκέψη καρφώθηκε απαιτητική και  άξεστη στον προηγούμενο κάτοχό του. Πω, πω, ο άνθρωπος που το έχασε μπορεί να το ψάχνει ήδη. Κι αν έπρεπε μ’ αυτό να πληρώσει κάποιον λογαριασμό; Κι αν αυτά ήταν τα χρήματα για να επιβιώσει μέχρι την Πρωτοχρονιά;
Φίδια τον έζωσαν. Αυτό είναι το τυχερό σου, σκέφτηκε. Δε συμβαίνει κάθε μέρα να βρίσκεις 200 ευρώ στο δρόμο. Μ' αυτά θα μπορέσεις όχι μόνο να πάρεις δώρο φέτος στα εγγόνια σου μα ακόμη και να καλέσεις την οικογένεια για φαγητό. Έχεις το δικαίωμα. Τώρα  θα έχεις και την περηφάνεια. Τάχυνε το βήμα σα να θελε να το συντονίσει με την καρδιά. Σχεδόν τυφλά έφτασε σπίτι. Δε σκόνταψε πουθενά. Δε χασομέρησε με κουβέντες. Και μόνο όταν το κλειδί γύρισε στην πόρτα αισθάνθηκε ασφαλής.
-«Μα, πως είσαι έτσι; Τι έπαθες Λεωνίδα; Έχεις χάσει το χρώμα σου…»  αντιλήφθηκε το λαγωνικό η Μαλάμω.
 Με χέρια βαριά σα μολύβι έβγαλε το χαρτονόμισμα από την τσέπη και το μόνο που -μπόρεσε να ψελίσει ήταν  ένα ξεψυχισμένο: «βρήκα…αυτό».
 «Πλάκα μου κάνεις. Υπέροχα. Σπουδαία. Πού να έβλεπες κιόλας…» συνέχισε το παραλήρημα και οι φωνητικές χορδές ανέβαιναν τόσο γρήγορα την κλίμακα που στο τέλος έγιναν στριγκιές.
-«Δεν πιστεύω να το είπες πουθενά;
Δεν πιστεύω να θέλεις να το δώσεις πίσω;
Μ’ αυτό θα κάνουμε γιορτές.
Είδες κανέναν γνωστό στο δρόμο;
Σε είδε κανείς;»
-«Μαλάμω, αυτό το χαρτονόμισμα δεν μας ανήκει. Πρέπει να πάω στην αστυνομία, μπορεί ο κάτοχός του να δήλωσε απώλεια…»
«Που να πας;»
«Αυτό είναι η τύχη σου».
«Και η ατυχία κάποιου συνανθρώπου»
«Δεν έχεις να πας πουθενά. Την τύχη μας δεν την κλωτσάμε. Αυτό είναι πανάρχαιος νόμος.  Χρονιάρες μέρες, μας ήρθε τέτοιο δώρο και εσύ θα φερθείς σαν αφελής; Με το σταυρό στο χέρι να πηγαίνεις, τρομάρα σου. Εσύ θα σώσεις τον κόσμο. Κούνια που σε κούναγε. Εδώ άλλοι τρώνε τα εκατομμύρια, αυτό σε πείραξε. ..». Και φόρεσε τα μούτρα της για το υπόλοιπο της μέρας.»
Η μέρα πέρασε βασανιστικά για τον κυρ Λεωνίδα. Το ίδιο και η νύχτα. Ένιωθε πιο κλέφτης από έναν πραγματικό κλέφτη. Όχι, το χαρτονόμισμα δεν του ανήκε. Σίγουρα έπρεπε να το επιστρέψει. Εντάξει. Δεν τον είχε δει κανείς. Ή τουλάχιστον δεν τον σταμάτησε κανείς. Φαινομενικά ήταν δικό του. Όμως… Όμως… Νάτην πάλι η ρημάδα η αξιοπρέπεια. Εκεί απέναντι να του χαμογελάει ειρωνικά. Να τον  υποβάλλει σε δοκιμασίες.   « Εσύ; Εσύ να φερθείς έτσι; Θα πουλήσεις τη στάση μιας ολόκληρης ζωής για 200 ψωροευρώ; Τι κι αν τα εγγόνια σου δεν πάρουν φέτος το δώρο τους; Είναι παιδιά που καταλαβαίνουν. Εσύ τα μεγάλωσες. Πιο δυνατά θα τα κάνεις. Θα τα ζυμώσεις μες στην αυτάρκειά τους. Να μάθουν να αγωνίζονται. Να βλέπουν την ουσία. Σοφά θα τα κάνεις κυρ Λεωνίδα…». Και άλλα τέτοια του έλεγε, φλύαρη και σαρκαστική.
Αξημέρωτα ξεκίνησε την επόμενη μέρα. Έξω από την πόρτα του αστυνομικού τμήματος ήταν πλέον σίγουρος για την επιλογή του.
«Καλημέρα σας. Χθες βρήκα αυτό το χαρτονόμισμα. Μήπως κάποιος δήλωσε την απώλειά του;» είπε δωρικά, κοφτά.
«Απ’ όσο γνωρίζω, όχι, απάντησε ο ένστολος. Περιμένετε όμως να ρωτήσω και τους συναδέλφους, συνέχισε, χωρίς να κουνηθεί από την ορθοπεδική του πολυθρόνα. «Μπάμπη, μήπως δήλωσε κανείς απώλεια χρημάτων χθες;»
Ο Μπάμπης κατέφθασε ρίχνοντας μια ανακριτική ματιά στον περίεργο επισκέπτη.
- «Τσουκ» μίλησαν τα μάτια του, και τα βλέφαρα βαριά  λες και αρνούνταν να συντονιστούν με οποιοδήποτε φωνήεν ή σύμφωνο θα μπορούσαν να σχηματίσουν λέξη.
-«Πηγαίνε, παππού. Άφησε  για καλό ή κακό το τηλέφωνό σου, και αν εμφανιστεί κανείς θα σε ενημερώσουμε. Αλλά για να μην έχει δηλωθεί ακόμη, δεν πιστεύω να έχουμε καμιά εξέλιξη. Άντε, τυχερός ήσουν. Θα κάνεις καλά Χριστούγεννα φέτος».Το τελευταίο με  το ρέλι της ζήλιας να έχει ξηλωθεί απ’ το πανωφόρι του και να προδίδει τη φτήνια του.



Πρωί της προηγούμενης μέρας, 8:30.

Το νέο life style σε εφαρμογή. Πρωινό με κουάκερ, φυσικό χυμό, βασιλικό πολτό και η τελευταίας τεχνολογίας καφετιέρα  σε αναβρασμό. Επιτέλους. Αυτή την ησυχία την περίμενε καιρό στο σπίτι. Οι άλλοι είχαν ήδη φτάσει στον προορισμό τους. Είχε κάθε λόγο να σφυρίζει χαρούμενα. Και για το ότι έμεινε πίσω και θα είχε το σπίτι ελεύθερο για τους φίλους τους, και…κυρίως για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν, και γιατί είχε γλιτώσει φέτος από τους αγκυλωμένους γκρουμ, σεφ, μπάτλερ και όλους εκείνους τους ατσαλάκωτους κυρίους στο πεντάστερο ξενοδοχείο που η ευγένειά τους βρισκόταν σε συνεχή ανατροφοδότηση από το πορτοφόλι σου. Τι να σου κάνουν κι αυτοί; Τη δουλειά τους κάνουν οι άνθρωποι. …
Όμως ο αναβρασμός της καφετέριας εδώ και μέρες δεν ήταν ο ήχος που κλυδώνιζε την ησυχία των πρωινών του εγερτηρίων. Το κόχλασμα της σκέψης του τον ενοχλούσε. Ο αναβρασμός της ίδιας του της ψυχής. Είχε καταφέρει όλα όσα είχε βάλει στόχο. Όλα; Και τελικά ποιοι ήταν οι στόχοι του; Ξεκινούσαν από τον ίδιο και γυρνούσαν πάλι εκεί. Ένα μπούμερανγκ εγωισμού, αυταρέσκειας και  οικοδόμησης προφίλ η ζωή του. Τις τελευταίες μέρες έμοιαζε να την παρακολουθεί. Δε διασκέδαζε. "Αλλού είναι το νόημα  Ντίνο", σκέφτηκε. "Τόσα χρόνια περιμένεις τον Άγιο Βασίλη. Ποτέ δε σε πρόδωσε. Πάντα ερχόταν ροδαλός και στρουμπουλός και σου τα ακούμπαγε. Ό,τι λαχαρουσε η ψυχή σου. Μα φέτος; Αυτό που λαχταράς θα μπορέσει να στο φέρει; Αγάπη λαχταράς. Να προσφέρεις. Όχι τα πλαστικά σου, μα τα αληθινά σου. Την έγνοια, τη φροντίδα, την ανθρωπιά. Τι κι αν δε πείραξες ποτέ σου ούτε μυρμήγκι; Ανθρωπιά πρόσφερες; Χάδι; Έγνοια στο συνάνθρωπο; Έτσι είναι φίλε μου. Σήμερα μιλάμε αλήθειες. Θυμήσου, πότε είδες τελευταία φορά ένα αληθινό χαμόγελο, πηγαίο, συσπαζόμενο από χαρά, αληθινή χαρά;"
"Ο Άγιος Βασίλης σου φέτος είσαι εσύ. Και η πίστη σου σ’ αυτόν. Δικό σου θα είναι το χαμόγελο. Μπερδέψου με τους ανθρώπους. Βρες χαρμάνι γνήσιο. Βρες τον τρόπο"..

10:00 πμ.
Έκλεισε σχεδόν βίαια την καφετέρια σαν να την τιμωρούσε.
Ψέκασε ακόμη πιο βαστικά την  ακριβή κολώνια του.
Και βγήκε στο δρόμο.

10.31 π.μ.
Τον είχε ακολουθήσει.  Τον είχε ξεχωρίσει ανάμεσα στο πλήθος. Η φιγούρα του σκυφτή, περπατούσε κοιτάζοντας προσεκτικά κάτω, σα να φοβόταν μη σκοντάψει, σα χαμένος στις σκέψεις του.Το φθαρμένο του πανωφόρι και τα πολυκαιρισμένα παπούτσια κουβαλούσαν μια αρχοντιά που φαινόταν άφθαρτη. «Τι να σκέφτεσαι, άραγε, παππούλη;» Θυμήθηκε τον δικό του παππού, τα παιχνίδια, τις αγκαλιές, τα παραμύθια που του διάβαζε με χρωματισμένη πάντα τη φωνή και πάντα με το ίδιο τέλος: «…και ζήσαν αυτοί καλά, εμείς όμως παιδί μου, ακόμη καλύτερα…». Αποφάσισε να στήσει το σκηνικό από το δικό του παραμύθι. Ο ίδιος ίσως και θα μπορούσε να είναι ένας εξόριστος μάγος που έχασε το χαμόγελό του. Ένα ξωτικό.
Και έγινε η σκιά του. Η περιέργεια του περίσσευε. Πού πήγαινε ο παππούς;

Είχε μπει στο πετσί του ρόλου. Σα ξωτικό,θα ήταν ελεύθερος να αφήσει τα συναισθήματα να ξεχειλίσουν. Δε θα έδινε λογαριασμό σε κανέναν. Θα ακολουθούσε μόνο την καρδιά του σήμερα. Τίποτα λιγότερο.

Ο παππούς εδώ και πέντε λεπτά ήταν μέσα στο πρακτορείο ΠΡΟΠΟ «Η ευδαιμονία». Το τρεμάμενο χέρι του συμπλήρωνε με σιγουριά τα έξι υποψήφια νούμερα.

Περίμενε. Περίμενε τη στιγμή που ο εκλεκτός του θα παραλάμβανε το επικυρωμένο δελτίο  και θα κατευθυνόταν στην έξοδο.

Και άφησε να του γλιστρήσει το χαρτονόμισμα από τα χέρια…