«Έτσι ο καλός ο λύκος έδιωξε την κακιά κοκκινοσκουφίτσα …Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Και τώρα ήρθε η ώρα για ύπνο. Αύριο να είσαι φρέσκος και όμορφος που θα πεις το ποίημα σου.
_Μαμά, θα βάλω τα καλά μου;-Φυσικά, μωρό μου, θα είσαι ένας κούκλος._Να φιλήσω το χέρι του ιερέα αν περάσει από δίπλα μου; Έτσι μου λέει η γιαγιά.
_Να το κάνεις μόνο αν το αισθανθείς.
_Και αν ξεχάσω το ποίημα μου ;
-Δε θα το ξεχάσεις. Αλλά ακόμη κι αν συμβεί κάτι τέτοιο, εκείνη την ώρα θα χαμογελάσεις και όλα θα πάνε καλά. Ένα χαμόγελο είναι πάντα αφοπλιστικό, και υπάρχει κάθε φορά και η περίπτωση να μετατραπεί σε ένα κύμα γέλιου που θα παρασύρει όλους τους υπόλοιπους
-Αλήθεια, μαμά;
-Σου έχει πει ποτέ η μαμά ή ο μπαμπάς ψέματα; . Έλα τώρα, φιλάκι και ύπνο.
Δε χρειάστηκαν παρά λίγα λεπτά για να χαλαρώσουν τα χαρακτηριστικά του παιδιού, παραδομένα σε ύπνο γαλήνιο. Ήταν μεγάλη μέρα γι’ αυτόν η αυριανή. Έσκυψε από πάνω του και έκλεψε μια τόση δα ανάσα του. Να πάρει δύναμη. Δοκίμασε τη θερμοκρασία στο σίδερο και κολλάρισε το καλό του το πουκάμισο. Να είναι ένας κούκλος αύριο. Έριξε μια κλεφτή ματιά έξω πριν κλείσει τα παραθυρόφυλλα. Ο ουρανός στενόχωρος με εκείνο το κόκκινο που κυοφορεί το χιόνι. Έγραψε τη λίστα με τα υλικά που χρειαζόταν για τα μελομακάρονα και τη βασιλόπιτα και ξεκλείδωσε απαλά για ακόμη μια φορά την πόρτα της αποθήκης. Σκάλιξε όσο πιο ήσυχα μπορούσε τα αποθηκευτικά κουτιά της, και γύρισε ευλαβικά το μικρoσκοπικό κλειδί του ξύλινου μπαούλου, όπου φυλούσε χρόνια τώρα τα ενθύμια. Τα πρώτα του καλτσάκια, το βαφτιστικό του ρουχαλάκι, η πρώτη πρόσκληση γενεθλίων…
Εκεί την είχε κρύψει. Από το υστέρημα αγορασμένη, γυαλιστερή και άθικτη, κοιμόταν μέσα στο χριστουγεννιάτικο περιτύλιγμα. Η πρώτη του φωτογραφική μηχανή θα ήταν δώρο από τον Άγιο Βασίλη. Κι ας μην τόλμησε να του το ζητήσει. "Ό,τι θέλεις εσύ φέρε μου, αγαπητέ Άγιε Βασίλη. Εγώ πάντα θα σ’ αγαπώ". Έτσι τελείωνε την υπαγόρευση του γράμματος στον Άγιο Βασίλη. Όπως και πέρσι. Την τακτοποίησε όμορφα και πάλι στην κρυψώνα της και βολεύτηκε διακριτικά κάτω από τα ζεστά της σκεπάσματα. Άπιστα στο σελιδοδείκτη, τα δάχτυλα γρήγορα άφησαν να γλιστρήσει στο πάτωμα το βιβλίο που της κρατούσε συντροφιά τα τελευταία βράδια. Τζιάνι Ροντάρι, η Γραμματική της Φαντασίας…
Ξύπνησε πιο νωρίς από το συνηθισμένο. Βιαστικά και ανυπόμονα διεκπεραιώθηκαν οι πρωινές του κινήσεις και να σου τον. Έτοιμος, με το μπλε του παλτουδάκι και τα φρεσκοχτενισμένα του μαλλάκια στην πόρτα, ίσα που πρόλαβε να της καρφιτσώσει ένα φιλί. "Να προσέχεις", σχημάτισε με τα χείλη της από το παράθυρο, και οι λέξεις της μία μία άχνισαν στο τζάμι του τη μητρική της έγνοια… Πρώτη χρονιά φέτος με το σχολείο στην εκκλησία. Του χρόνου στην πρώτη πια, θα μπορεί να γράψει μόνος του το γράμμα στον αγαπημένο του Άγιο.
Η μυρωδιά από το λιβάνι, και τούτη η αλλόκοτη μα τόσο γλυκιά γλώσσα ασκούσαν μια ιδιαίτερη έλξη στον μικρό, ούτε που το κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα, ανυπομονούσε για το αντίδωρο, και αν θα το αισθανόταν θα φιλούσε και το χέρι του ιερέα. Εκείνος τώρα, μπροστά στο μικρόφωνο μιλούσε σε γλώσσα κατανοητή, απευθυνόταν και στον ίδιο, «Αγαπητά μου παιδιά» είχε πει, κι εκείνος ένα από αυτά… Όμορφα τα λόγια του, μιλούσε για αγάπη, μιλούσε για τις άγιες τούτες μέρες, μιλούσε για…. Ξαφνικά οι λέξεις του τσουγκράνες, έξυναν με θόρυβο εκκωφαντικό τα αυτάκια του.
Στο δρόμο κάποιες φιλόδοξες νιφάδες πριν φτάσουν στο πεζοδρόμιο γίνονταν δάκρυα που τα πατούσαν αλύπητα βιαστικοί περαστικοί.
-Μου είπατε ψέματα, ψέματα, τόσα χρόνια με κοροιδεύατε, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ Αγιος Βασίλης, μας τα είπε όλα ο παπάς, εσείς,εσύ και ο μπαμπάς μου λέγατε ψέματα τόσο καιρό….
-Έλα, κάθισε, όλα θα τα πούμε, και όλα θα τα συζητήσουμε… Μεγάλωσες, είσαι σωστός κύριος πια….-Γιατί δε μου το είπες πριν; Γιατί; Δε θέλω να είμαι κύριος. Θέλω μόνο τον Αγιο μου Βασίλη…
- Δε σου το είπα, γιατί ήθελα όσο μπορείς να τον φιλοξενείς πλουσιοπάροχα στη φαντασία σου. Δε σου το είπα γιατί δεν έχει φύγει ακόμη ούτε από τη δική μου φαντασία. Είναι πάντα εκεί παρών, και μου φέρνει πάντοτε αυτό που του ζητάω… Αγάπη… Στο χέρι σου είναι να συνεχίσεις να τον φιλοξενείς. Όσο μπορείς να ονειρεύεσαι εκείνος θα σε βρίσκει. Όσο θα τον φτάνει η ευωδιά μελομακάρονου από την ψυχή σου, εκείνος θα σου χτυπάει την πόρτα και θα αφήνει το δωράκι του, γιατί είναι χοντρούλης και γλυκατζής…. Τα έχουμε πει. Είναι άλλος από εκείνον τον Άγιο Βασίλη που κάποτε στην Καισαρεία…..Τι λες, θα του κρατήσεις τη γωνιά του;
Κάποιο αστεράκι τρεμόπαιζε το φως του στη νύχτα που αργά ντυνόταν το σκούρο της βελούδο. Ένας χτύπος ξέφυγε φάλτσος από την καρδούλα του. Ήταν εκεί. Την έβλεπε καθαρά την ακροστοιχίδα που έσερνε μια αλλόκοτη λάμψη στον ουρανό:
Το γιορτινό στεφανάκι του Ο, την ξέφρενη πορεία του Ν, τα απλωμένα χεράκια του Ε, το χριστουγεννιάτικο μπαστουνάκι του Ι, την κυρτωμένη ευλάβεια του Ρ, και πάλι το Ε να απλώνει τα χεράκια, και από αρχέγονη ροπή να τα υψώνει ψηλά στο Ψ, ένας κύκλος όλα, χωρούν σε ένα Ο, ποτήρι σπονδής το Υ το ακουμπά στα χείλη: