1η Μαρτίου 2009
Σήμερα κερνάω!
Το επιβάλλει η περίσταση!
Μόνο που όποιος περάσει το κατώφλι μου αυτή τη μέρα πρέπει να ρίξει και μια στροφή!
Το ζεμπέκικο της Ευδοκίας.
Το επιβάλλει η περίσταση!
Μόνο που όποιος περάσει το κατώφλι μου αυτή τη μέρα πρέπει να ρίξει και μια στροφή!
Το ζεμπέκικο της Ευδοκίας.
Αυτό το όνομα μου δώσανε.
Δεν είναι της μάνας της μάνας μου, ούτε της μάνας του πατέρα μου!
Στη βάφτιση μου απ’ ότι μου ‘πανε πήγανε όλοι με διαφορετικά ονόματα στο νονό μου. Τον τρελάνανε τον άνθρωπο. Αγγελική ο ένας. Δάφνη ο άλλος. Ευδοκία η τελευταία (η αδερφή της γιαγιάς μου που μεγάλωσε τη μάνα μου), αλλά λένε ότι κάτι ακόμη του ψιθύρισε στο αυτί για μερικά δευτερόλεπτα.
Δεν είναι της μάνας της μάνας μου, ούτε της μάνας του πατέρα μου!
Στη βάφτιση μου απ’ ότι μου ‘πανε πήγανε όλοι με διαφορετικά ονόματα στο νονό μου. Τον τρελάνανε τον άνθρωπο. Αγγελική ο ένας. Δάφνη ο άλλος. Ευδοκία η τελευταία (η αδερφή της γιαγιάς μου που μεγάλωσε τη μάνα μου), αλλά λένε ότι κάτι ακόμη του ψιθύρισε στο αυτί για μερικά δευτερόλεπτα.
Αυτό το κάτι κανείς ποτέ δεν το έμαθε…Αυτό το κάτι ήταν που ήρθε σαν θύελλα στα χείλη του νονού μου όταν ο ιερέας ρώτησε: «και το όνομα αυτής;»
Έτσι, από εκείνα τα δευτερόλεπτα και μετά είμαι η Ευδοκία. Ούτε η Αγγελική (της γιαγιάς από τη μάνα) ούτε η Δάφνη (της γιαγιάς από τον πατέρα).
Στη βάφτισή μου έπεσε πολύ κλάμα….Εγώ έκλαιγα γιατί είχα την περιέργεια να αγγίξω το αναμμένο κερί της κολυμβήθρας και τελικά το έσβησα με το άγουρο ακροδάχτυλο μου. Η Ευδοκία έκλαιγε από συγκίνηση και κάποιοι άλλοι που είχαν γεμάτα μάτια στις φωτογραφίες δεν είμαι σίγουρη από τι είδους συναισθήματα είχαν βουρκώσει…. :)))))))
Έτσι, από εκείνα τα δευτερόλεπτα και μετά είμαι η Ευδοκία. Ούτε η Αγγελική (της γιαγιάς από τη μάνα) ούτε η Δάφνη (της γιαγιάς από τον πατέρα).
Στη βάφτισή μου έπεσε πολύ κλάμα….Εγώ έκλαιγα γιατί είχα την περιέργεια να αγγίξω το αναμμένο κερί της κολυμβήθρας και τελικά το έσβησα με το άγουρο ακροδάχτυλο μου. Η Ευδοκία έκλαιγε από συγκίνηση και κάποιοι άλλοι που είχαν γεμάτα μάτια στις φωτογραφίες δεν είμαι σίγουρη από τι είδους συναισθήματα είχαν βουρκώσει…. :)))))))
Η δεύτερη γυναίκα του παππού μου η Ευδοκία, άτεκνη,με αγάπησε σαν εγγόνι της από αίμα και στάθηκεπολύ καλή γιαγιά . Όταν δεν ήταν στην κουζίνα της, ήταν μόνιμα σκυμμένη στην παλιά τη μηχανή τη Singer μπροστά στο παραθύρι. Κεντούσε και τραγουδούσε και την άκουγε όλη η γειτονιά την κυρά –Βδοκία που τραγούδαγε. Τραγούδαγε πάντοτε με μία θλίψη: "Το γιλεκάκι που φορείς". Και άλλοτε «φέρτε μου ένα μαντολίνο»….. Η μηχανή αυτή, με επιθμυμία της έχει έρθει σε μένα και έχει συνδεθεί με ταξιδιωτικές, ραπτικές και αισθητικές μου περιπλανήσεις.
Κάπου στα 11 έγινα η Βίκυ, από έναν καθηγητή Άγγλο ο οποίος δυσκολευόταν με το όνομά μου. Και άρχισαν σιγά σιγά όλοι να με φωνάζουν έτσι. Το «καλλιτεχνικό μου» λέω ακόμη και σήμερα αστειευόμενη. "Το δεύτερο πετσί μου", σκέφτομαι, αναλογιζόμενη τα χρόνια που πέρασαν…
Γιατί βρε παιδιά , εμένα προσωπικά μου αρέσει το «Ευδοκία». Και επειδή οι δικοί μου συνέχεια «ξεχνιούνται» και με φωνάζουν έτσι, μερικές φορές επίτηδες κάνω πως δεν άκουσα, για να το ξαναπούν…έτσι, γιατί αισθάνομαι σαν να «γυρίζω σπίτι» όπως είπα πρόσφατα σε μία καλή φίλη, όταν ακούω το βαφτιστικό μου. Ετσι, γιατί έχει και ωραίο νόημα ως όνομα…. Κι ας συγκινούμαι πάντα στα «Βικάκι», «Βικούλα», «Βικόνι»….
Πρόσφατα ανακάλυψα κι ένα δημοτικό τραγούδι με το όνομά μου:
Πρόσφατα ανακάλυψα κι ένα δημοτικό τραγούδι με το όνομά μου:
«Η κερά –Βδοκιά»
(έτσι με φωνάζει η κόρη μου) ο τίτλος του.
Λέει μεταξύ άλλων:
- Δράκε, για ‘μόλα το νερό να πιουν τα διψασμένα.
Θέλεις λογάρι έπαρε, θέλεις μαργαριτάρι,
Θέλεις απ’ τις ευγενικές καμιά ευγενοπούλα;
-Ούτε λογάρι θέλω γω, ούτε μαργαριτάρι,
ούτε απ’ τις ευγενικές καμιά ευγενοπούλα,
Μον’ θέλω την κερα-Βδοκιά την αηδονολαλούσα,
Όπου την΄εχουν τα πουλιά σκοπό και κελαηδούνε.
………………………………………………………………..
-Σαν τι με θέλεις, Δράκοντα, και στερν’ς και με φωνάζεις;
-Πες μου, πες μου , κερα-Βδοκιά, ‘που πουν τα γονικά σου;
-Γω ειμαι της αστραπής παιδί και της βροντής αγγόνι.
Οπ’ εστραψα και έκαψα σαραντεπέντε δράκους
Κι ακόμα ένας ‘πόμεινε, κι αυτόν θα τονε κάψω.
Τώρ’ αστράφτω και καίγω σε, βροντώ και τσουρουφλώ σε.
-Σύρε, σύρε, Κερά-Βδοκιά, πάνε στα γονικά σου,
Κι εγώ αμολάρω το νερό , να πιουν τα διψασμένα.(Θρακικά, Γ΄, σ. 268 , Αν. Παρασκευόπουλος, Σωζόπολη).
Λέει μεταξύ άλλων:
- Δράκε, για ‘μόλα το νερό να πιουν τα διψασμένα.
Θέλεις λογάρι έπαρε, θέλεις μαργαριτάρι,
Θέλεις απ’ τις ευγενικές καμιά ευγενοπούλα;
-Ούτε λογάρι θέλω γω, ούτε μαργαριτάρι,
ούτε απ’ τις ευγενικές καμιά ευγενοπούλα,
Μον’ θέλω την κερα-Βδοκιά την αηδονολαλούσα,
Όπου την΄εχουν τα πουλιά σκοπό και κελαηδούνε.
………………………………………………………………..
-Σαν τι με θέλεις, Δράκοντα, και στερν’ς και με φωνάζεις;
-Πες μου, πες μου , κερα-Βδοκιά, ‘που πουν τα γονικά σου;
-Γω ειμαι της αστραπής παιδί και της βροντής αγγόνι.
Οπ’ εστραψα και έκαψα σαραντεπέντε δράκους
Κι ακόμα ένας ‘πόμεινε, κι αυτόν θα τονε κάψω.
Τώρ’ αστράφτω και καίγω σε, βροντώ και τσουρουφλώ σε.
-Σύρε, σύρε, Κερά-Βδοκιά, πάνε στα γονικά σου,
Κι εγώ αμολάρω το νερό , να πιουν τα διψασμένα.(Θρακικά, Γ΄, σ. 268 , Αν. Παρασκευόπουλος, Σωζόπολη).