Ο ήχος από το ξυπνητήρι σφυρηλατούσε τα αυτιά του διαπεραστικός, ερχόμενος από τον άλλον κόσμο, τον πραγματικό, της απέναντι όχθης…
Δεν άργησε να μπει στη στολή της αλήθειας. Ναι. Ήταν Σάββατο. Οι κόκκινες στίξεις του ρολογιού ρομποτικά σχημάτιζαν το 5, δύο τελίτσες και δύο 0 μετρώντας εκτελεστικά το χρόνο.
Πάτησε το διακόπτη του παλιού λαμπατέρ με την απλίκα από το πατρικό σπίτι που φώτιζε τις νύχτες του. Έσκυψε με όση δύναμη διέθετε για να μαζέψει τα τσαλακωμένα χαρτιά από προδομένες χθεσινοβραδινές σκέψεις και με άλλη τόση δύναμη πέρασε το σώμα του- αυτό που του είχε απομείνει- στο αναπηρικό του καροτσάκι… Ένας βίαιος χτύπος στην πόρτα, και μια στριγκή γυναικεία φωνή «Άντε Αποστόλη, θα αργήσουμε πάλι, έχουμε και δρόμο…» . Ίδια και απαράλλακτη η φράση, χωρίς καλημέρα, ίδια και απαράλλακτα τα Σάββατα εδώ και δύο χρόνια…
Άνοιξε την πολυκαιρισμένη ντουλάπα και πριν πάρει το διπλωμένο πανωφόρι του από τη βάση της, βεβαιώθηκε ότι το μεγάλο κουτί από τις τελευταίες αρβύλες που είχε αγοράσει ήταν καλά καμουφλαρισμένο κάτω από τις μάλλινες μπλούζες του… Δεν ήταν ακριβώς ότι το έκρυβε. Αν έψαχνε κάποιος μπορούσε άνετα να το παραβιάσει. Άλλωστε ποιος από το σπίτι να είχε τη διάθεση να διαβάσει τα «ακαταλαβίστικα» του κακόμοιρου ανιψιού; Για τον «κακόμοιρο» όμως, το κουτί αυτό ήταν η Αγία Τράπεζα της ψυχής του. «Πρέπει να γράφεις, γράφεις όμορφα», επέμενε πάντοτε η μικρή του αδερφή. Επέμενε και λίγες ώρες πριν ο πωλητής τοποθετήσει τις αρβύλες για τα χιόνια στο κουτί. Λίγες ώρες πριν την οικογενειακή εκδρομή στα χιόνια. Λίγες ώρες πριν την εισβολή του απόλυτου στη ζωή του. Αυτός εδώ, μισός, και εκείνοι στην απέναντι όχθη… Το μοναδικό του γεφύρι για να συναντά πλέον εκείνους και τον αληθινό του εαυτό ήταν το γεμάτο τακτοποιημένες ή ατάκτως ερριμμένες σκέψεις κουτί, το κουτί με τα πολλά μισοαρχινισμένα «ήτανε μια φορά κι έναν καιρό» …
Η διαδρομή για το παζάρι της παραδιπλανής πόλης διαρκούσε μια ώρα αμίλητη και θυμωμένη σα στυφή γεροντοκόρη… Οι κινήσεις τυπικές και γρήγορες. Να προλάβουν να στρώσουν την κουβέρτα, να εξαφανίσουν το καροτσάκι, να εξαφανιστούν και οι ίδιοι, μέχρι τις 3 το μεσημέρι. «Αγόρι μου, μη νομίζεις ότι αισθάνομαι όμορφα, όμως, να, κάπως πρέπει να βοηθήσεις και εσύ, τα έξοδα τρέχουν, οι καιροί είναι δύσκολοι. Μη φοβάσαι, δεν εκτίθεσαι στην πόλη μας. Εδώ κανένας δε σε ξέρει. Άντε…»
Εβδομάδα Χριστουγέννων και το ψιλόβροχο αραιά και που φορούσε το άσπρο των νιφάδων… Κόσμος πήγαινε και ερχόταν αψηφώντας το κρύο, κουρδισμένος στις επιταγές των ημερών. Ελάχιστα μέτρα πιο πέρα ένας γεροντάκος με ρώσικο ζεστό καπέλο διαλαλούσε τη φρεσκάδα και τη μοναδικότητα των γκι που πουλούσε.
Ακουμπώντας την πλάτη σε μία από τις κολόνες του απρόσωπου κτιρίου που σφράγιζε την αρχή του παζαριού, εκεί διακριτικά στο ένα τετραγωνικό του μέτρο, είχε μάθει πλέον να αφουγκράζεται από τα βήματα την αύρα των ανθρώπων. Τους βιαστικούς και τους αφελείς, εκείνους που έσερναν στις σόλες των παπουτσιών τους το θυμό και την οργή, όσους ευγνωμονούσαν το θεό για το ξημέρωμα της μέρας του και όσους άφηναν στο έδαφος το αλαζονικό τους στίγμα σα βαθούλωμα σε φρέσκο τσιμέντο. Βήματα και μόνο αυτά. Ήταν πρόκληση η παρουσία του εκεί. Λεκές στο καλοσιδερωμένο λευκό τραπεζομάντιλο των γιορτών Καιρό πια, με χαμηλωμένο το πρόσωπο, είχε αφήσει πίσω του τα αποτροπιασμένα βλέμματα των περαστικών στη θέα των δυο ποδιών του που έλειπαν, τα βλέμματα της λύπησης, τα βλέμματα της «αφ’ υψηλού» προσπέρασης... Τα βλέμματα που σε τελική ανάλυση δικαιολογούσε… Βλέμματα που δεν άντεχε να συναντήσουν το δικό του βλέμμα καθώς ράγιζε σε κάθε ήχο του κέρματος που έπεφτε στο χαρτονένιο του κουτί, το βλέμμα της ντροπής, του πόνου, την άδεια από αγάπη θωριά του. Μαζί με το μισό του σώμα είχε χάσει και την πίστη του στη δύναμή της, ακόμη και στην ύπαρξή της… Μηχανικές οι αντιδράσεις των ανθρώπων που τον προσπερνούσαν, μηχανικές οι κινήσεις όσων κοντοστέκονταν, αμίλητα τα χείλη, αμίλητη η νέα ζωή του, φάντασμα περαστικό, χωρίς να αφήνει ίχνη….
Είχε περάσει πια η ώρα και οι νιφάδες θαρραλέα πύκνωναν, σβήνοντας τα ίχνη της λάσπης και των σκουπιδιών। Ένας μικρός σπουργίτης πλησίασε το μισογεμάτο κέρματα χαρτονένιο κουτί του επιλέγοντας την ασφάλεια του υπόστεγου και ενός μικρού κομματιού από κουλούρι που ξέφυγε από ένα παιδί। Δυο γοβάκια με λεπτή μπαρέτα σαν ανέμελες βαρκούλες που μετέφεραν δυο λεπτοκαμωμένα πόδια με μάλλινο καλσόν στάθηκαν ακριβώς μπροστά του. Ο σπουργίτης έμεινε στη θέση του. Ένα απαλό γυναικείο χέρι άγγιξε αιφνιδιαστικά το δικό του χαϊδεύοντας φευγαλέα το εσωτερικό του καρπού του και ένα κλαράκι γκι αφέθηκε να πέσει σα νιφάδα στο χάρτινο κουτί. Τα βήματα κυνηγημένα θαρρείς έκαναν στροφή και χάθηκαν στο βάθος πριν προλάβει καν να σηκώσει το βλέμμα του… Μόνο μια κόκκινη ομπρέλα άνοιξε ξαφνικά και η γυναικεία φιγούρα χάθηκε στο βάθος της οχλοβοής, ανάμεσα σε χιονισμένα παλτά και καμπουριασμένες από το κρύο πλάτες, ώσπου έγινε μια κόκκινη μικρή κουκίδα εκείνη, η ομπρέλα της και η ανθοδέσμη με τα γιορτινά κλαδιά που κρατούσε λοξά σα βρέφος στην αγκαλιά της…
Δεν ήταν εκεί ούτε το επόμενο Σάββατο, ούτε τα επόμενα Χριστούγεννα όταν για δεύτερη, τρίτη και πολλοστή φορά βρέθηκε στο ίδιο στενό, στο δρόμο για το παζάρι της νέας της πόλης. «Να ‘ναι για καλό» ψιθύριζε κάθε φορά που περνούσε από τη γωνιά του. Δεν ήταν εκεί ούτε το Πάσχα, ούτε τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού … «Να ‘ναι για καλό» ξαναψιθύρισε το πρώτο ζεστό Σαββάτο του καλοκαιριού λίγο πριν ανοίξει την πόρτα του βιβλιοπωλείου για τον εφοδιασμό των διακοπών. Λάτρης της ανάγνωσης, σα «γευσιγνώστρια» της άρεσε να αγγίζει τα βιβλία πριν τα αγοράσει, να μυρίζει το φρέσκο τυπωμένο χαρτί, να περιηγείται στους τίτλους και τα οπισθόφυλλα… Είχε φτάσει στο ταμείο με τις γνωστές καραμέλες της αρεσκείας της, όταν η ματιά της κλείδωσε στο εξώφυλλο ενός βιβλίου που μόλις είχε βγει από το χαρτόκουτο της παραλαβής του…Ένα εξαίσιο έργο ζωγραφικής που απεικόνιζε μια νεαρή γυναίκα με κόκκινη ομπρέλα και μια ανθοδέσμη να απομακρύνεται. Στην αριστερή γωνία μια καθιστή φιγούρα αντρική, φωτισμένη από μια ιδιαίτερη αντανάκλαση και στο κέντρο ο τίτλος: «Η κόκκινη ομπρέλα»… Με τρεμάμενα τα χέρια από ένα δυνατό ένστικτο που αναδεικνύει η συγκυρία των συμπτώσεων ανέτρεξε στο βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα…: Ο Αποστόλης Σιδέρης είναι ένας νέος συγγραφέας, που μετουσίωσε την «ιδιαίτερη φυσική του κατάσταση» σε πνοή δύναμης και ελπίδας, ξεκλειδώνοντας το αληθινό νόημα της ζωής μέσα από το καλειδοσκόπιο της αγάπης…»
«Είναι για καλό», φώναξε και ένα δάκρυ καρφιτσώθηκε στο χαμόγελό της.
Νατάσσα Μποφίλιου :"Οι ομπρέλες του Ντεμύ"
Το τραγούδι της Νατάσσας Μποφίλιου("Οι ομπρέλες του Ντεμύ"), που είχα την τύχη να την απολαύσω από πολύ κοντά, αφιερωμένο ως πρόποση και χρόνια πολλά στους φίλους και περαστικούς της «κόκκινης ομπρέλας» και…-ας μου επιτραπεί μια εξαίρεση-ιδιαίτερα αφιερωμένο στην αδερφή μου Αγγελική και την Αναστασία
Δεν άργησε να μπει στη στολή της αλήθειας. Ναι. Ήταν Σάββατο. Οι κόκκινες στίξεις του ρολογιού ρομποτικά σχημάτιζαν το 5, δύο τελίτσες και δύο 0 μετρώντας εκτελεστικά το χρόνο.
Πάτησε το διακόπτη του παλιού λαμπατέρ με την απλίκα από το πατρικό σπίτι που φώτιζε τις νύχτες του. Έσκυψε με όση δύναμη διέθετε για να μαζέψει τα τσαλακωμένα χαρτιά από προδομένες χθεσινοβραδινές σκέψεις και με άλλη τόση δύναμη πέρασε το σώμα του- αυτό που του είχε απομείνει- στο αναπηρικό του καροτσάκι… Ένας βίαιος χτύπος στην πόρτα, και μια στριγκή γυναικεία φωνή «Άντε Αποστόλη, θα αργήσουμε πάλι, έχουμε και δρόμο…» . Ίδια και απαράλλακτη η φράση, χωρίς καλημέρα, ίδια και απαράλλακτα τα Σάββατα εδώ και δύο χρόνια…
Άνοιξε την πολυκαιρισμένη ντουλάπα και πριν πάρει το διπλωμένο πανωφόρι του από τη βάση της, βεβαιώθηκε ότι το μεγάλο κουτί από τις τελευταίες αρβύλες που είχε αγοράσει ήταν καλά καμουφλαρισμένο κάτω από τις μάλλινες μπλούζες του… Δεν ήταν ακριβώς ότι το έκρυβε. Αν έψαχνε κάποιος μπορούσε άνετα να το παραβιάσει. Άλλωστε ποιος από το σπίτι να είχε τη διάθεση να διαβάσει τα «ακαταλαβίστικα» του κακόμοιρου ανιψιού; Για τον «κακόμοιρο» όμως, το κουτί αυτό ήταν η Αγία Τράπεζα της ψυχής του. «Πρέπει να γράφεις, γράφεις όμορφα», επέμενε πάντοτε η μικρή του αδερφή. Επέμενε και λίγες ώρες πριν ο πωλητής τοποθετήσει τις αρβύλες για τα χιόνια στο κουτί. Λίγες ώρες πριν την οικογενειακή εκδρομή στα χιόνια. Λίγες ώρες πριν την εισβολή του απόλυτου στη ζωή του. Αυτός εδώ, μισός, και εκείνοι στην απέναντι όχθη… Το μοναδικό του γεφύρι για να συναντά πλέον εκείνους και τον αληθινό του εαυτό ήταν το γεμάτο τακτοποιημένες ή ατάκτως ερριμμένες σκέψεις κουτί, το κουτί με τα πολλά μισοαρχινισμένα «ήτανε μια φορά κι έναν καιρό» …
Η διαδρομή για το παζάρι της παραδιπλανής πόλης διαρκούσε μια ώρα αμίλητη και θυμωμένη σα στυφή γεροντοκόρη… Οι κινήσεις τυπικές και γρήγορες. Να προλάβουν να στρώσουν την κουβέρτα, να εξαφανίσουν το καροτσάκι, να εξαφανιστούν και οι ίδιοι, μέχρι τις 3 το μεσημέρι. «Αγόρι μου, μη νομίζεις ότι αισθάνομαι όμορφα, όμως, να, κάπως πρέπει να βοηθήσεις και εσύ, τα έξοδα τρέχουν, οι καιροί είναι δύσκολοι. Μη φοβάσαι, δεν εκτίθεσαι στην πόλη μας. Εδώ κανένας δε σε ξέρει. Άντε…»
Εβδομάδα Χριστουγέννων και το ψιλόβροχο αραιά και που φορούσε το άσπρο των νιφάδων… Κόσμος πήγαινε και ερχόταν αψηφώντας το κρύο, κουρδισμένος στις επιταγές των ημερών. Ελάχιστα μέτρα πιο πέρα ένας γεροντάκος με ρώσικο ζεστό καπέλο διαλαλούσε τη φρεσκάδα και τη μοναδικότητα των γκι που πουλούσε.
Ακουμπώντας την πλάτη σε μία από τις κολόνες του απρόσωπου κτιρίου που σφράγιζε την αρχή του παζαριού, εκεί διακριτικά στο ένα τετραγωνικό του μέτρο, είχε μάθει πλέον να αφουγκράζεται από τα βήματα την αύρα των ανθρώπων. Τους βιαστικούς και τους αφελείς, εκείνους που έσερναν στις σόλες των παπουτσιών τους το θυμό και την οργή, όσους ευγνωμονούσαν το θεό για το ξημέρωμα της μέρας του και όσους άφηναν στο έδαφος το αλαζονικό τους στίγμα σα βαθούλωμα σε φρέσκο τσιμέντο. Βήματα και μόνο αυτά. Ήταν πρόκληση η παρουσία του εκεί. Λεκές στο καλοσιδερωμένο λευκό τραπεζομάντιλο των γιορτών Καιρό πια, με χαμηλωμένο το πρόσωπο, είχε αφήσει πίσω του τα αποτροπιασμένα βλέμματα των περαστικών στη θέα των δυο ποδιών του που έλειπαν, τα βλέμματα της λύπησης, τα βλέμματα της «αφ’ υψηλού» προσπέρασης... Τα βλέμματα που σε τελική ανάλυση δικαιολογούσε… Βλέμματα που δεν άντεχε να συναντήσουν το δικό του βλέμμα καθώς ράγιζε σε κάθε ήχο του κέρματος που έπεφτε στο χαρτονένιο του κουτί, το βλέμμα της ντροπής, του πόνου, την άδεια από αγάπη θωριά του. Μαζί με το μισό του σώμα είχε χάσει και την πίστη του στη δύναμή της, ακόμη και στην ύπαρξή της… Μηχανικές οι αντιδράσεις των ανθρώπων που τον προσπερνούσαν, μηχανικές οι κινήσεις όσων κοντοστέκονταν, αμίλητα τα χείλη, αμίλητη η νέα ζωή του, φάντασμα περαστικό, χωρίς να αφήνει ίχνη….
Είχε περάσει πια η ώρα και οι νιφάδες θαρραλέα πύκνωναν, σβήνοντας τα ίχνη της λάσπης και των σκουπιδιών। Ένας μικρός σπουργίτης πλησίασε το μισογεμάτο κέρματα χαρτονένιο κουτί του επιλέγοντας την ασφάλεια του υπόστεγου και ενός μικρού κομματιού από κουλούρι που ξέφυγε από ένα παιδί। Δυο γοβάκια με λεπτή μπαρέτα σαν ανέμελες βαρκούλες που μετέφεραν δυο λεπτοκαμωμένα πόδια με μάλλινο καλσόν στάθηκαν ακριβώς μπροστά του. Ο σπουργίτης έμεινε στη θέση του. Ένα απαλό γυναικείο χέρι άγγιξε αιφνιδιαστικά το δικό του χαϊδεύοντας φευγαλέα το εσωτερικό του καρπού του και ένα κλαράκι γκι αφέθηκε να πέσει σα νιφάδα στο χάρτινο κουτί. Τα βήματα κυνηγημένα θαρρείς έκαναν στροφή και χάθηκαν στο βάθος πριν προλάβει καν να σηκώσει το βλέμμα του… Μόνο μια κόκκινη ομπρέλα άνοιξε ξαφνικά και η γυναικεία φιγούρα χάθηκε στο βάθος της οχλοβοής, ανάμεσα σε χιονισμένα παλτά και καμπουριασμένες από το κρύο πλάτες, ώσπου έγινε μια κόκκινη μικρή κουκίδα εκείνη, η ομπρέλα της και η ανθοδέσμη με τα γιορτινά κλαδιά που κρατούσε λοξά σα βρέφος στην αγκαλιά της…
Δεν ήταν εκεί ούτε το επόμενο Σάββατο, ούτε τα επόμενα Χριστούγεννα όταν για δεύτερη, τρίτη και πολλοστή φορά βρέθηκε στο ίδιο στενό, στο δρόμο για το παζάρι της νέας της πόλης. «Να ‘ναι για καλό» ψιθύριζε κάθε φορά που περνούσε από τη γωνιά του. Δεν ήταν εκεί ούτε το Πάσχα, ούτε τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού … «Να ‘ναι για καλό» ξαναψιθύρισε το πρώτο ζεστό Σαββάτο του καλοκαιριού λίγο πριν ανοίξει την πόρτα του βιβλιοπωλείου για τον εφοδιασμό των διακοπών. Λάτρης της ανάγνωσης, σα «γευσιγνώστρια» της άρεσε να αγγίζει τα βιβλία πριν τα αγοράσει, να μυρίζει το φρέσκο τυπωμένο χαρτί, να περιηγείται στους τίτλους και τα οπισθόφυλλα… Είχε φτάσει στο ταμείο με τις γνωστές καραμέλες της αρεσκείας της, όταν η ματιά της κλείδωσε στο εξώφυλλο ενός βιβλίου που μόλις είχε βγει από το χαρτόκουτο της παραλαβής του…Ένα εξαίσιο έργο ζωγραφικής που απεικόνιζε μια νεαρή γυναίκα με κόκκινη ομπρέλα και μια ανθοδέσμη να απομακρύνεται. Στην αριστερή γωνία μια καθιστή φιγούρα αντρική, φωτισμένη από μια ιδιαίτερη αντανάκλαση και στο κέντρο ο τίτλος: «Η κόκκινη ομπρέλα»… Με τρεμάμενα τα χέρια από ένα δυνατό ένστικτο που αναδεικνύει η συγκυρία των συμπτώσεων ανέτρεξε στο βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα…: Ο Αποστόλης Σιδέρης είναι ένας νέος συγγραφέας, που μετουσίωσε την «ιδιαίτερη φυσική του κατάσταση» σε πνοή δύναμης και ελπίδας, ξεκλειδώνοντας το αληθινό νόημα της ζωής μέσα από το καλειδοσκόπιο της αγάπης…»
«Είναι για καλό», φώναξε και ένα δάκρυ καρφιτσώθηκε στο χαμόγελό της.
Νατάσσα Μποφίλιου :"Οι ομπρέλες του Ντεμύ"
Το τραγούδι της Νατάσσας Μποφίλιου("Οι ομπρέλες του Ντεμύ"), που είχα την τύχη να την απολαύσω από πολύ κοντά, αφιερωμένο ως πρόποση και χρόνια πολλά στους φίλους και περαστικούς της «κόκκινης ομπρέλας» και…-ας μου επιτραπεί μια εξαίρεση-ιδιαίτερα αφιερωμένο στην αδερφή μου Αγγελική και την Αναστασία