«Καλο»καιράκι. Και τούτος ο τόπος ξέρει να είναι άπληστος από καιρούς παλιούς.
Κιμπάρης και γλεντζές, σε αχόρταγα ερωτοπαίχνιδα με τον ήλιο.
Χουβαρντάς στην αλμύρα του, τις αμμουδιές και τα ακροθαλάσσια του.
Ευλογημένος να στέφει βασίλισσα την απλότητά του. Τη ντομάτα, τη ρίγανη , την ελιά. Το καρπούζι και τη φέτα που με έναν καταπληκτικά αυτόματο ελληνικό τρόπο βρίθουν πληρότητας και ποιότητας. Μεσογειακής τη λένε οι πολλοί. Ελληνίδας θα την πω εγώ. Με το λουλακί και τον ασβέστη του να χτίζει αδιάκοπα γειτονιές και να τις νοικοκυρεύει.
Και έπειτα έρχεται η γλώσσα των ανθρώπων του. Με τους λαλίστατους συνδυασμούς των φωνηέντων που ζευγαρώνουν στη λιακάδα εδώ και αιώνες και γνέφουν αλάνικα στη μονοτονία το "όχι" τους… Είναι γραμμένη στην ιστορία της η πλησμονή και περνά, απ’ ό,τι φαίνεται, γονιδιακά στη λαλιά του Έλληνα.
Ένα γραπτό μαθητή. Ένα γραπτό η αφορμή να κοντοσταθώ, να σκεφτώ, να απορήσω …
Ο Μενέλαος στην αρχαία τραγωδία ήταν ναυαγός και έψαχνε κάτι για να χορτάσει ο ίδιος και ως φιλέταιρος να χορτάσει και τους συντρόφους του. Αυτό ήταν ένα από τα ζητούμενα. Τι έκανε ο Μενέλαος στον ξένο τόπο.
Και γέμισε το χέρι του μαθητή τη σελίδα με τη λέξη
«φαεί». Το φαεί στην πρώτη σειρά, στην τρίτη, στην τέταρτη…. Μια σελίδα ολόκληρη γεμάτη με
«το φαεί» που αναζητούσε ο τραγικός ήρωας.
Και το άλλο χέρι, εκείνο που κρατούσε τον κόκκινο χρωστήρα, αρνιόταν να τον υπακούσει και να υπογραμμίσει ως λάθος τη λέξη. Στη συναίσθηση του παιδιού το "φαί" δεν μπορούσε να είναι κάτι τόσο μικρό, όχι δεν μπορούσε να γράφεται το φαί
με ιώτα. Έπρεπε να γεμίσει η κοιλότητα του στόματος στον ήχο του, να φωνάζουν τα φωνήεντά του. Στην εποχή της στέρησης, ο μαθητής σφήνωσε την όποια πλησμονή είχε φυλαγμένη μέσα του σε μια λέξη συμβολική. Ασυνείδητα.Ίσως και …συνειδητά. Ποιος ξέρει;