Ζήτησα από τους μαθητές μου να επιλέξουν μουσική υπόκρουση για την ανάγνωση από εκείνους του αποσπάσματος από τον "Μικρό Πρίγκιπα", αφού το είχαμε "δουλέψει".
Την επόμενη μέρα, η ομάδα μουσικών επιλογών ήρθε με έτοιμο το χαλί: "Kiss the rain", κυρία. Η ανάγνωση ολοκληρώθηκε, με τη μουσική να υποβοηθά τις εικόνες και περισσέψανε κάποια λεπτά, εμείς εντωμεταξύ δε νοούσαμε να βγούμε από το σκηνικό, τα παιδιά είχαν την έκφραση των ανθρώπων που μόλις έχουν βγει από τον κινηματογράφο. Για επόμενο κείμενο, ούτε λόγος. "Και πώς είναι να φιλάς τη βροχή;" Τους ρώτησα... Με πολλή προθυμία δέχτηκαν να κλείσουν τα μάτια, όταν βρεθούν μόνοι και στο επόμενο μάθημα να μου πουν.
Κάποιος έκανε χαρτοκοπτική, φιλοξένησε σε μια σταγόνα χάρτινη τη λέξη rain και "απροκάλυπτα" τη φίλησε μπροστά μας. Και οι υπόλοιποι είπανε. Ελεύθερα. " Δεν ξέρω πώς είναι να φιλάς τη βροχή, φαντάζομαι όμως ότι θα είναι δροσερή σα τα χείλη ενός κοριτσιού". "Όταν βρέχει χαίρομαι πολύ", είπε κάποιος, άρα αφού αρέσει σε μένα να φιλάω τη βροχή, θα αρέσει και σε κείνη". Βρεθήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε κινηματίες της βροχής. Το μανιφέστο συντάχθηκε εν πλήρει ομοφωνία. Έμενε μία ερώτηση. " Εσείς; Έχετε φιλήσει τη βροχή; "
Έψαχνα το βράδυ στους παλιούς φακέλους. Ναι την είχα φιλήσει. Τη μέρα που βρέθηκα παρέα με τον Ξυπόλητο και τον Απόλυτο.
Ο ξυπόλητος και ο
απόλυτος
Ξ: Τι όμορφα που μυρίζει η βροχή!
Α:Δε τη χωνεύω. Ηχορύπανση.
Ξ:Κάνει το χώμα να μυρίζει όμορφα. Λες και ανακατεύει τα μπαχαρικά της γης...
Α:Σκέτη λασπουριά.
Ξ: Κοίτα στον ορίζοντα πώς γαργαλά τη θάλασσα...
Α:Μουντή και άχρωμη.
Ξ:Και τούτη τη δροσοσταλίδα που ακροβατεί στο φύλλο της συκιάς...
Α:Πούντιασα καλοκαιριάτικα. Κλείσε τα παράθυρα.
Ξ:Σα σπουργίτι τσιμπάει το τζάμι...
Α: Αύριο θα είναι μες στα στίγματα. Που πας;
Ο Ξυπόλητος έκλεισε απαλά την εξώπορτα. Ένα βήμα ακόμη και ανώφλι ο ουρανός.
Ράπιζε η βροχή, όπως δυνάμωνε, το πρόσωπο του, έσταζαν τα μαλλιά του, έσταζε και το μέσα του. Ρευστός, αλλόκοτος βάδιζε, χωρίς περίγραμμα. Εκεί, κάτω από τη βροχή ανακατεύονταν τα δάκρυα με τ' ουρανού τα βόλια και το αλάτι του θεού. Υφάλμυρος, ψιλός, ανυπόδητος, πιστός και συνεπής σε ρήτρες άφατες που υπέγραφε με τα μερομήνια, ξεμύτιζε τα καλοκαίρια ήσυχα κάθε που θρέφονταν οι ψιχάλες για εκείνα τα λίγα απελεύθερα λεπτά, με μουσκεμένα τα λύτρα κάλυψης. Εκείνες τις στιγμές που το ποδοβολητό της βροχής κάλυπτε τους λυγμούς και η υγρασία της τις φορτωμένες κόγχες.
Το γυαλί που μόλις είχε πληγώσει το πέλμα του, ούτε που το λόγισε. Στεκόταν τώρα ακίνητος, πυργίσκος ταπεινός, να αποσώσει ο καιρός το κλάμα του, να αξιωθεί το στέγνωμα μίας φρυκτωρίας.
Ο Απόλυτος κοίταξε βιαστικά -ποτέ δε του 'φτανε ο διαβολεμένος χρόνος- τον μουσκεμένο από το παράθυρο.
-Δε μας παίρνει, ρε διάτανε, να ξοδεύουμε σε έξτρα πλύσεις.
Έφτυσε τις λέξεις, ασφάλισε το παράθυρο. Έκλεισε και το φως.
Φανερωμένου Ευδοκία