Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

Ναυτιλιακός απόηχος ενός διαφορετικού πλου




Διαμαντής Αξιώτης, Το μισό των Κενταύρων, αφηγήματα, σελ. 142, εκδ. Επίκεντρο 2016



            Ας υποθέσουμε ότι  το "Μισό των Κενταύρων" γίνεται  εύρημα ενός Ερευνητή που δε γεννήθηκε ακόμη. Ενός Ταξιδευτή-Κοσμοναύτη  στον χώρο και τον χρόνο. Ο άνθρωπος αυτός έχει την ευκαιρία να βρεθεί ακαριαία στην εποχή μας με τη Μηχανή του Χρόνου και δικαίωμα να πάρει μαζί του ένα μόνο χνάρι. Οι μηχανές αναζήτησης στη δική του, μελλοντική μας  εποχή, στην οποία και  επιστρέφει,   είναι πλέον πεπερασμένες. Ο κόσμος από κάποια κοσμογονία δομείται αλλιώς. Φαίνεται να πιάνει και πάλι το νήμα από την αρχή.
            Ο ερευνητής μας κρατά με περιέργεια το βιβλίο-εύρημα του.   Αφήνει  την αφή να  δοκιμάσει την αίσθησή  του. Του είναι οικεία. Το όνομα, όμως, όχι. Δεν μπορεί να αναζητήσει καμιά πληροφορία. Τα ίχνη του συγγραφέα έχουν χαθεί. Αυτό είναι το μοναδικό του αποτύπωμα. Η μοναδική πληροφορία για τον Διαμαντή Αξιώτη. Η πηγή βρίσκεται στα χέρια του και εκείνος επείγεται να γνωρίσει τον άνθρωπο πίσω από τις λέξεις. Ωστόσο το εύρημα είναι πολυεπίπεδο. Βρίσκεται ήδη στην τελευταία σελίδα και δεν έχει ακόμη καταλήξει. Τι είναι τελικά ο Διαμαντής Αξιώτης; Ποιητής; Αρχαιολόγος; Ψυχολόγος; Ιστορικός; Φιλόλογος; Ερευνητής;  Πεζογράφος; Ζωγράφος; Σκηνοθέτης; Πλάνητας; Ποια ιδιότητα εμφορούμενος έδωσε αυτήν τη γραφή;


Σημειώσεις από το ημερολόγιο του Ερευνητή...
            Γραφή εμπύρετη. Σε ωδίνες τοκετού. Σαν Δίας που άνοιξε η κεφαλή του και  γεννήθηκαν  γιοι και κόρες, ημίθεοι, νύμφες, εραστές και ερωμένοι στις λευκές σελίδες. Γραφή βασανιστική, πολλαπλών επιστρώσεων, πολλαπλών εκδοχών.  Τα αφηγήματα είναι γήινα, από κακοτράχαλη πέτρα και νερό.  Παραμιλητό έκστασης μιας εμπνοϊκής πολιορκίας. Κατοχή της ευλογίας μιας τόλμης άχρονης, άτοπης, που αγγίζει εικόνες, γεύεται και επικονιάζει: λέξεις, συναισθήματα, κληρονομιές φανερές και άφατες. Γραφή σκαπανέα σε οίστρο ανασκαφής. Τα ευρήματα θησαυρός σε ασύλητο αποθέτη πολυτίμων. Η  πένα εργαλείο χειρουργικό αρχαιολόγου, που φτάνει στο εύρημα και το αποκαλύπτει βήμα βήμα με σεβασμό, αλλά σίγουρα με τη βεβαιότητα ότι πρέπει  να το αποκαλύψει, να το φέρει στο φως. Ο ανασκαφέας  εκστασιασμένος κρατά στο χέρι του "χώμα και χρόνο". "Καίων και φλεγόμενος":
"Απόθεσα το σπέρμα μου να γεννηθεί ο γιος μου.  Ο γιος του και ο γιος του, οι απόγονοι του Ντελή. Να σκορπιστούν στη γη, να ιδρύσουν πολιτείες. Να χτίσουν τείχη ισχυρά, θέατρα και παλαίστρες. Ν' ανοίξουν τα χρυσωρυχεία της Σκαπτής Ύλης, να κόψουν τάλαντα. Ν' αποξηράνουν τα τενάγη των Φιλίππων και να καρπίσουν γιους. Κι οι γιοι τους γιους, τον Έλληνα, τον Δώρο, τον Ξούθο και τον Αίολο, τον Ίωνα και τον Αχαιό.
Γένοιτο."
Σωρεία εικόνων, σαν το χώμα που βγαίνει από την τομή. Το κοσκίνισμα επιβεβλημένο. Να κρατήσει το κόσκινο τα λεπτά εκείνα ψιχία του θησαυρού που θα εκτεθούν στις προθήκες των εκθεμάτων, διαθέσιμα τεκμήρια για αναλογίες και συνειρμούς.
Και έπειτα, ο Δ. Αξιώτης, ως επίδοξος Μαγγελάνος της ίδιας της ύπαρξης, που πάλλεται από τις ταλαντώσεις των αντιθέτων, φαίνεται να σπάει τη λιθόσφαιρα της λογικής, σαν να είναι εύθραυστη πορσελάνη παραδοτέα στον χτύπο του.
Μοιάζει με δύτη ο οποίος   περιδινείται  σε μια εμβύθιση στα έγκατα των ενστίκτων που περιβάλλουν τον πυρήνα της ύπαρξης και άλλοτε με σκυταλοδρόμο της ιστορίας του τόπου του, μαραθωνοδρόμο της ελληνικής Γραμματείας από τον Όμηρο και τη Σαπφώ ως τον Εμπειρίκο και τον Σαχτούρη ή  κατοστάρη της ασθμαίνουσας σύγχρονης εικονοποιίας.
Το σίγουρο συμπέρασμα είναι  ένα:  Ότι ο Δ. Αξιώτης  σε αυτά τα έντεκα αφηγήματα καλπάζει. Το πέλμα του Κενταύρου, που ντύνεται, δονεί τους νευρώνες του εγκεφάλου και το έλλογο ερεθίζει το άλογο. Και έχει την τόλμη να το κοινωνήσει αυτό με  τους αναγνώστες του χωρίς την αγωνία του   να γίνει αρεστός.
Η γραφή του Δ. Αξιώτη ιχνοφορείται από  ασκητικές αναγνωστικές και ερευνητικές περιπλανήσεις και  ταξιδιωτικές διαδρομές  που σπάνε το φράγμα του προφανούς, εμβαπτίζονται  σε μία πρωτογενή, άφιλτρη γοητεία και καταχωρίζονται στις κυψέλες της σκέψης ατόφιες και άμωμες.  Χωρίς σεμνοτυφίες και κλισέ. Ο Δ. Αξιώτης μοιάζει να  παίζει στο χάρτη του ρίχνοντας ζαριές. Εδώ η Ανατολή εκεί η Δύση, εδώ το σήμερα που εκπνέει το χθες. Ονόματα σταθμοί, μπουγάζια και κορφές. Θεμιτά προκλητικός, γιατί το προφανές και το πανθομολογούμενο  δεν είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνία, αλλά ο τρόπος που αυτό μορφώνεται με την πένα: την καθορίζει,  παρασέρνει τον αναγνώστη ασφαλώς ανασφαλή, σε μία πρόκληση απελευθέρωσης. Ανακαλεί μνήμες της φύσης  του που θα ήταν καταδικασμένες να σβήσουν στο φως της όποιας Σύμβασης. Και έπειτα τον οδηγεί με προσεκτική ακροβασία σε έναν ιστό  εικόνων και λέξεων που το συμβολικό τους φορτίο του επιτρέπει άπειρους συνδυασμούς και σίγουρα προσωπικούς συνειρμούς. Σκιές και φως στο παιχνίδι των αντιθέσεων συνθέτουν από την άλλη μια μυστηριακή επιβολή και υποβολή. Προχωρώντας την ανάγνωση το ξέρει: τελεί υπό αιχμαλωσία. Γεύεται μια αφροδισιακή γραφή, όπου σώμα και ψυχή δεν είναι δίπολα, αλλά συνυπάρχουν άλλοτε φιλιωμένα και άλλοτε ως συμπλέγματα και γόρδιοι δεσμοί.
Ο Δ. Αξιώτης, με λόγο σταθερά φορτισμένο ποιητικά και με τη  λατρεία θαρρείς συλλέκτη  τιμαλφών  λέξεων  απελευθερώνει τους χυμούς της φωτοσύνθεσης της ματιάς του, κάθε φορά που εκείνη στέκεται  σε βράχους και  πάγους της Μακεδονίας:
 "Βαδίζω στα κίτρινα φύλλα των Φιλίππων. Το ρούχο αφημένο καταγής, είμαι διάφανος. Διακρίνω εκχωμένα μέλη αγαλμάτων, άγρα σωμάτων τεμαχισμένων: γόνατο, μηρός, όσχεον, ακρώμιον κι ένα κεφάλι ενδεδυμένο τη μνήμη. Βλέπω καλπασμούς και τόξα υγρά και ημικύκλια. Λευκά ύδατα ποτίζουν τα απογευματινά τενάγη με τα επεισόδια μιας παλιάς ύλης. Μια βοή φτάνει ως εδώ. Ρωτάς: Από τη δυτική πλευρά, της παλαίστρας ή από τη νότια, των λουτρών; Οσφραίνομαι πικραμύγδαλο και δάφνη. Στην παλαίστρα, λες, αγένειοι έφηβοι αλείφονται με λάδι, πάμε. Τα γυμνά κορμιά τους γυαλίζουν χαλκήλατα στον ήλιο. Φοράς το δάφνινο στεφάνι σου, είσαι όμορφη, εξαγνισμένη ορφική. Σε θέλω. Η βοή προέρχεται από ποδολασία οπλιτών και την κλαγγή συγκρουόμενων ξιφών. Μη τρομάζεις, σου κλείνω τα μάτια ".
Έθιμα, βότανα, μαγγανείες και ξόρκια, χοροί, παζάρια, ονειροκρίτες, συμπυκνωμένη η ελληνική παράδοση στο χαρμάνι της γραφής του που  θέλει τον αναγνώστη μερακλή, να ανοίξει εκείνος το μεταξένιο πουγκί και να αφήσει τις μυρωδιές κάθε φορά να τον ταξιδέψουν.
 Πρόσωπα Λερναίες Ύδρες. Ονειρικό παραλήρημα και παραμιλητό. Εικόνες σκληρές που κάποτε μοιάζει να τις ξερνά σα Κρόνος. Σκληρές, λάγνες ή οδυνηρές.
Και εκεί, στον ρευστό πυρήνα της δικής του γης η γυναίκα:
Προκλητική αμαζόνα
Αγνή παρθένα
Παραδοτέα
Αμφίσημη σα χρησμός.
Πολύσημη.
Σπερματοδόχη αρσενικών.
Μάνα
Ερωμένη
Μήδεια
Σάρκινη και άυλη
Η γυναίκα Θεά. Στη στρωματογραφία της έχουν εναποτεθεί "πολεμιστές και Άγιοι, οπλίτες έφιπποι και λουόμενοι έφηβοι με στλεγγίδες. Γυμνήτες και σπαθοφόροι, μονομάχοι  και γέροντες με σαλβάρια από τα μεριά της Θράκης και τα παράλια της Ιωνίας. Γεννήτορες γενεών, σπορείς, ταξιδευτές και πεζικάριοι, φαντάροι στον Στρυμόνα, εγκληματίες, φυγάδες και σκλάβοι. Επικηρυγμένοι, Σαράφηδες της Αλεξάνδρειας και Ναβάβηδες της Βομβάης."

Η γυναίκα:
Που φτιασιδώνεται και βγαίνει στα λιμάνια, μοιραία και απαστράπτουσα. Και έπειτα Μέγαιρα και  Μέδουσα που ξερνά όξο και χολή, κατάρα, φωτιά και αστροπελέκι .
Που κακοποιείται,  ζητά εκδίκηση και εκδικείται.
Που ψάχνει σα λαγωνικό το αρσενικό και τη βαρβατίλα και ακυρώνεται από βουνίσιους, υποταγμένους μόνο στα άγρια ένστικτά τους.
Η γυναίκα μάγισσα και σειρήνα, γιατρέσσα ή κοσμογυρισμένη αλήτισσα, μεσήλικη με κίτρινα δάχτυλα, δρομαία και προφήτισσα.
Η  γυναίκα θάλασσα, πλανεύτρα και άπατη που καταπίνει αρσενικά με τη γητειά της.
" Την είδε τη θάλασσα ο άμαθος και τρόμαξε, ανάμεσα σε λαξεμένα ακρόπρωρα, καραβόπανα και σχοινιά. Έσκυψε να τη μαζέψει, ατελείωτη η πλανεύτρα και βαθιά, κι έβαλε τα κλάματα. Είναι μεγάλη κι άπατη, ρουφούσε τη μύξα, θα με πάρει, και κρύφτηκε στα μακριά φουστάνια της μάνας του. Ο Κυριάκος, δυο μάτια, τίποτα άλλο, δυο μάτια κάρβουνο που έκαιγαν στο πούσι. "
Η γυναίκα μάνα που ακρωτηριάζει και η γυναίκα κόρη που περιχαρακώνεται,  άτολμη στα ασφυκτικά όρια της προσταγής της, στεγνώνει, μιλά τη γλώσσα της κατάρας, γίνεται φόνισσα επιστρέφει στη μητρική αγκαλιά τερατώδης και αιχμάλωτη   της μόνης τόλμης της να αποδράσει:  σε ένα θαλασσινό  όνειρο, πάλι αρσενικό…
Γυναίκες πλαστικές  ή υγρές, νοτισμένες από πόθο, γυναίκες ασκοί, γεμάτες ανασφαλείς αρσενικές εμπνοές και ασφυξία.
Γυναίκες
 Που θέλουν να γεννήσουν και δε τους χαρίζεται η γέννα.
Που γεννούν και σκοτώνουν με γάντζο τα παιδιά τους ή θερίζουν χαλασμό.
Που συλλαμβάνουν μόνες έχοντας στην κοιλιά τους  σα  λέαινες τα αρσενικά.
Που φέρουν σπορά λασπώδη, και άλλες  λασπωμένες  να αγωνιούν για τη σπορά που δε μπορεί να έρθει.
Γυναίκες βουβές, απέναντι σε άντρες βαρείς και σκουριασμένους.
Αυτή η πάλη αρσενικού θηλυκού, άλλοτε αποκαλυπτικά  και χωρίς ταμπού ερωτική και άλλοτε τιτάνια που καταβροχθίζει,  διατρέχει τα αφηγήματα με τρόπο σοκαριστικά αφοπλιστικό. Αλλά είναι πέρα για πέρα βγαλμένη από την ίδια τη ζωή, που ο Δ. Αξιώτης φαίνεται να συγκέντρωσε  ρανίδα τη ρανίδα από  ιδρωμένες εμπειρίες του, ζωής και ανάγνωσης. Και εκεί τελικά φαίνεται η ιδιοφυία του λογοτέχνη. Όταν μετουσιώνει την πληροφορία σε εικόνα και τη σμιλεύει λεκτικά σε ιστορία, παραμύθι, όνειρο, κραυγή.
Και πάντα, και στα έντεκα αφηγήματα το ά-λογο ριζωμένο αγριόχορτο σε απόκρημνα βράχια ονείρων και σε στροβιλισμούς μανιέρας εν είδει τυφώνα που μόλις απελευθερώθηκε και σαρώνει αφήνοντας τον αναγνώστη αμήχανα παγωμένο μπροστά σε σκηνές  αποκάλυψης.
 "Η λογική των ανθρώπων είναι δίχως μίτο, χτυπάει στον πηλό των τοίχων και αφήνει σημάδια μεταμφιέσεων"

Ευδοκία Φανερωμένου



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Δίοδος66100, Τεύχος 12, Ιούλιος 2017

Η Ευδοκία Φανερωμένου γεννήθηκε στην Καβάλα(1973).
Ποιήτρια. Εκπαιδευτικός. 
Απόφοιτη του τμήματος Ιστορίας- Αρχαιολογίας 
της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Ζει και εργάζεται στην Καβάλα..



Σάββατο 22 Απριλίου 2017

"Μήπως φταίει το τρενάκι"

ΤΙ κρίμα που τα Σάββατα το τρενάκι εκτελεί δρομολόγια κάθε μία ώρα.Γιατί τα Σάββατα, οι επιβάτες του δεν είναι μόνο οι κάτοικοι της Παναγίας. Τουρίστες, γονείς ή γιαγιάδες με παιδάκια σχεδόν σφηνώνονται στις 17 του θέσεις για την εμπειρία της μικρής του διαδρομής μέσα από τα στενά της Παλιάς Πόλης.
Σήμερα, ως επιβάτης του, έμαθα ότι έχει διατυπωθεί αίτημα στη Δημωφέλεια σχετικά με την πύκνωση των δρομολογίων τα Σάββατα, ακριβώς γιατί ενώ πρέπει να εξυπηρετηθούν οι κάτοικοι της Παλιάς Πόλης, το τρενάκι έχει κι άλλους "πελάτες" Αλλά από ποιους και σε τι πρόοδο ανταπόκρισης βρίσκεται δεν πρόλαβα να μάθω.
Όπως και να χει, ήταν ωραία σήμερα. Βρέθηκα στο δεύτερο βαγόνι του να "κρατώ" θέση, μισή ώρα πριν ξεκινήσει. Λες και "κλωσούσα" αβγά. Είχαμε ήδη χάσει το τρένο των 12 και έπρεπε να αποζημιώσω τον μικρό για την "κακοτοπιά" μου να μη προβλέψω την...κίνηση.
Η διαδρομή ήταν ωραία. Ήταν... Ελλάδα...Είχε από όλα. Τους ανθρώπους στο σκάφανδρο του τρένου, τους έξω, τους πεσμένους σοβάδες και τα σοβατισμένα μπαλκόνια με λουλούδια, το Ιμαρέτ, την Παλιά Μουσική, τα μαγαζάκια στην Παναγία, κόσμο που βολτάριζε, που έπινε καφέ ή τσίπουρο, προσόψεις με κρεμασμένα πασχαλινά αβγά και μια κηδεία ακριβώς σε μία στάση του. Αν κάποιος ήθελε να δει ένα teaser για το πώς ανασαίνει η πόλη και η χερσόνησος την Άνοιξη του 2017, η διαδρομή αυτή θα του το έδινε έτοιμο.
Αυτό ωστόσο που μου έμεινε και πάλι ως επίγευση, ήταν ακριβώς το ίδιο. Η ίδια απορία. Πώς γίνεται τελικά κάθε φορά, λες αυτόματα, με την είσοδο στο τρενάκι να μπαίνεις λες σε άλλη διάσταση, να γίνεσαι εκεί μέσα μια παρέα με όλους και η επικοινωνία να ξετυλίγεται τόσο αυθόρμητα και πάντα με χαμόγελο. Και επαναδιατυπώνω το ίδιο ερώτημα που έθεσα πριν δύο χρόνια περίπου: συμβαίνει κάτι με τους κατοίκους της Παναγίας και είναι τόσο χαμογελαστοί και καλοπροαίρετοι ή μήπως φταίει το τρενάκι;
Έβγαλα από τα κιτάπια μου σήμερα το κείμενο που δημοσιεύτηκε τότε στην εφημερίδα Ν. Εγνατία και σας το παραθέτω, με την ίδια αίσθηση. 

-------------------------------------------
"Μήπως φταίει το τρενάκι;
Μεσημέρι Σαββάτου. Η πόλη, γυναίκα σε δοκιμαστήριο, νευρωτικά αλλάζει όψεις. Γίνεται μοντέρνα, χαλαρή, επιχειρηματίας, έφηβη, παλιομοδίτισσα, συντηρητική, εξεζητημένη ανάλογα με το κοστούμι που της προτείνουν οι ξεχυμένοι στους δρόμους και τα στενά της λόγω της λιακάδας κάτοικοι…
Το τρενάκι που μεταφέρει επιβάτες στα απρόσιτα με άλλο μέσο στενά της παλιάς πόλης φαίνεται να συμμερίζεται το mixed style του Σαββάτου… Σταθμευμένο στο γνωστό σημείο, περιμένει τους λεπτοδείκτες με εξαιρετική ακρίβεια να κλειδώσουν στο ολόκληρο της ώρας για να ξεκινήσει την προγραμματισμένη διαδρομή. Ήδη οι πρώτοι ηλικιωμένοι, βρίσκονται καθισμένοι στις θέσεις τους, δημιουργώντας στον ανυποψίαστο περαστικό την εντύπωση ότι το τρένο είναι έτοιμο να ξεκινήσει, κι ας χρειάζεται ακόμη μισή ώρα για το καθορισμένο δρομολόγιο. Σακούλες με λαχανικά και τα εδώδιμα του Σαββατοκύριακου, ψάρια, κοτόπουλα και μια αρμαθιά πράσα που περισσεύουν στριμώχνονται ανάμεσα στις συζητήσεις για τον καιρό, την άνοιξη που δεν έρχεται, την κίνηση στην πόλη και ως εκεί. Μια συνωμοτική αόρατη κόκκινη γραμμή ορίζει τις συνδιαλλαγές τους κάθε μέρα και καθορίζει τη μορφή της σχέσης τους.
Ο οδηγός σε ένα παγκάκι λίγο πιο πέρα διαβάζει ανενόχλητος την εφημερίδα του. Μια κυρία με τον πεντάχρονο μικρό της επιβιβάζεται εγκαίρως μακαρίζοντας την τύχη της που πρόλαβε να βρει κενές θέσεις, ενώ εκείνος έχει κολλήσει το προσωπάκι του στο τζάμι, σα κεντρικό θέμα στη βιτρίνα μαγαζιού. Αν υπήρχαν μαγαζιά που πουλούσαν ενθουσιασμό, σίγουρα οι πωλήσεις λόγω θέματος, θα αυξάνονταν κατακόρυφα. Μια αλλοδαπή γηραιά κυρία ,ίδια με μπάμπουσκα, χαμογελά αμήχανα στο παιδάκι αφήνοντας να φανεί το χρυσό της δόντι. Έχει τοποθετήσει την τσάντα της στη διπλανή θέση, περιμένοντας την μαυροφορεμένη συντρόφισσά της, η οποία έχοντας διαχειριστεί τον όγκο της, τώρα μασά σα στραγάλια τις αλλόγλωσσες λέξεις της, που στα αυτιά του μικρού ηχούν σα νότες από πρωτάκουστο ρυθμό. Το όχημα τώρα αρχίζει να γεμίζει ασφυκτικά. Μερικά ακόμη παιδάκια σέρνονται στην κυριολεξία από τους γονείς τους, προσπαθώντας να προλάβουν τις θέσεις για την πολυπόθητη βόλτα. Ένα από αυτά κρατά σα λάφυρο ένα πελώριο γλειφιτζούρι. Την ίδια ώρα πλανόδιοι πραματευτές μπαινοβγαίνουν προσφέροντας τα χειροποίητα καλούδια τους μαζί με το συρτό τους παράπονο.
Ξαφνικά η μηχανή ακούγεται και το σφύριγμα του τρένου σημαίνει άλλη διάσταση. Μια αίσθηση αλλιώτικη στην ατμόσφαιρα και μόνο από την γνώση ότι η βόλτα γίνεται με τρένο. Το ανθρώπινο χαρμάνι του τρένου, αφήνεται στην αίσθηση του παλιού, ενώ η εγγύτητα του κλειστού του χώρου φαίνεται να έχει καταργήσει τις συμβάσεις.
-Σκούπισε το παιδί, έχει μυξούλες στο πρόσωπο, απευθύνεται με οικειότητα ένας νεαρός μπαμπάς σε έναν άλλον απέναντι.
-Είναι από το κλάμα μήπως χάσουμε το τρενάκι. Έχεις ένα;
- Ευτυχώς που υπάρχει και το τρενάκι, διακόπτει τη συζήτηση ένας υπερήλικας κύριος με μπαστούνι, αλλιώς θα ήμασταν καταδικασμένοι να μη βγαίνουμε από τα σπίτια μας. Δύσκολη συνοικία η Παναγία.
ΟΙ κουβέντες άρχισαν να ανταλλάσσονται χωρίς βιάση, λες και η δεκάλεπτη διαδρομή θα διαρκούσε ώρες…
-Μια χαρά είμαστε εδώ, παππού, αντέτεινε ο ίδιος νεαρός. Αθήνα, Θεσσαλονίκη, χαμός γίνεται. Με τις αποστάσεις, με τις δουλειές, με όλα…
-Ναι, βέβαια, μια χαρά, δόξα τω θεώ. Η πόλη μας είναι όμορφη, βολική, εξυπηρετική. Δε λέω. Να, λίγο η κρίση, το άγχος να μην ήτανε…
-Εμ, παππού, ο καθένας έβγαζε τα πόδια έξω από το πάπλωμά του τόσα χρόνια. Πρέπει να ξέρεις μέχρι που φτάνει το πάπλωμά σου. Και να δεχτείς ότι άλλος έχει, άλλος δεν έχει. Να μη ζηλεύεις τον άλλον και προσπαθείς να του μοιάσεις. Να ζεις προσπαθώντας ναι. Αλλά όχι ζηλεύοντας. Να ζεις κάθε φορά την ηλικία σου. Να κοίτα. Εγώ τώρα έχω παιδιά. Άλλες προτεραιότητες. Μου αρέσει. Λέω: τώρα είσαι εδώ. Έχεις να δώσεις άλλα.
Ο νεαρός συνέχισε να ομιλεί και είχε πλέον αποκτήσει αφοσιωμένο ακροατήριο που απολάμβανε αυτήν την… ανταλλαγή των ρόλων, τον νεαρό στη θέση συμβουλάτορα και τον παππού αποδέκτη των θέσεών του…
-Και η κρίση; Το άγχος; Εσύ δεν έχεις άγχος; Η ερώτηση του παππού τέθηκε σε τόνο επιτακτικό.
-Γιατί να έχω άγχος. Όλα καλά θα πάνε. Αρκεί να έχουμε καλή διάθεση. Να ζούμε αυτό που έχουμε. Κι αν η συχνότητα έχει μειωθεί στις προηγούμενες μας απολαύσεις, θα έρθει και η ανάπτυξη, αρκεί να το θέλουμε και εμείς. Να μη μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με αδιαφορία ή φόβο. Να μιλάμε στα παιδιά.
- Θα έρθει η ανάπτυξη, βεβαίωσε ο έτερος πατέρας, που κρατούσε στο χέρι το χαρτομάντιλο.
-Θα έρθει, σιγοψιθύρισαν και κάποιοι άλλοι.
-Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με χιούμορ, συμπλήρωσε μια γυναίκα. Είναι κι αυτό μια λύση...
Τώρα ο παππούς, λες καθησυχασμένος για το μέλλον του τόπου του, φλυαρούσε όμορφα, «ξεναγώντας» τους άγνωστους μέχρι πριν συμπολίτες του στην «Παλιά Μουσική», που οι κάτοικοι της Παναγίας την αποκαλούν τζαμί, στη βυζαντινή εκκλησία που φαίνεται κάτω από το γυάλινο πάτωμα του κτιρίου και στο Πρώτο Δημοτικό Σχολείο… Μιλούσε για το σύλλογό τους, μιλούσε, μιλούσε…
Εντωμεταξύ το βλέμμα του μικρού παιδιού με το γλειφιτζούρι έγλειφε με λαιμαργία τα στενά σοκάκια από τις παλιές γειτονιές.
Ήταν ο ήλιος που ξεχασμένος τόσες μέρες ζέστανε τις καρδιές ανθρώπων που πρώτη φορά βρίσκονταν μεταξύ τους;
Ή μήπως … φταίει το τρενάκι;"

Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Αθάνατο γλυκό του...κουταλιού


Είτε το αποδεχόμαστε, είτε όχι, οι μέρες είναι φορτισμένες. Το θέμα είναι πώς διαχειριζόμαστε τη φόρτιση. Αν έχουμε καταφέρει να μην είναι δική μας-δε λέω, θέλει δουλειά και γνώση- πώς διαχειριζόμαστε τη φόρτιση των άλλων. Γιατί μόνοι μας δεν είμαστε. Είμαστε φορτία ενέργειας. Κι αυτό είναι νομοτελειακό. Η νιρβάνα είναι ίσως μία ουτοπία. Ή άξια υπόκλισης σε όσους την κατέκτησαν. Τους λίγους εκείνους. Υποθέτω ότι θα κρύβει πόνο μια τέτοια κατάκτηση. Ή προδοσίες. Υποθέτω.
Όπως και να χει, σήμερα, Μεγάλη Πέμπτη, που ο Θάνατος και ο Σταυρός γίνονται ορίζοντες, έρχεται η συνείδηση ντυμένη τις πορφύρες να ανοίξει τα κιτάπια. Μικρούς ή μεγαλύτερους θανάτους όλοι έχουμε γευτεί. Θα πεις; Έχει μέγεθος ο θάνατος;
Ναι, λέω. Ευθαρσώς. Εξαρτάται πώς σε ακούμπησε. Ως θεατή ή περνώντας ξυστά. Ως καβαλάρης που σε απήγαγε για λίγο για να σε τρομάξει ή ως κλέφτης, που σε άφησε πιο λίγο, να μετράς τα κομμάτια σου και να μη βγαίνει λογαριασμός. Και λέει η κυρά συνείδηση μες στα ψιμύθιά της, μα που καιρός για συνειδήσεις....
Ένα τρεχαλητό αθανάτων, ένα γαιτανάκι λες αυτοματισμού, ένα παράξενο γιορτάσι με συνειδητές ή ψυχαναγκαστικές εθιμοτυπίες. Θυμάμαι τη μάνα να μου λέει: μη λουστείς μεγάλη Πέμπτη είναι αμαρτία. Μη φας κρέας η γαλακτοκομικά Μεγάλη Εβδομάδα. Τι να πω εγώ στα παιδιά μου, μάνα σήμερα, που βλέπουν τα τραπέζια της νηστείας να βαραίνουν από τα νηστίσιμα; Τι είναι η νηστεία, στ' αλήθεια, μάνα; Ένα ακόμη δεν πρέπει στη ζωή τους;
Τι να τους πω για το τρεχαντήρι των δώρων που κουβαλούν κι αυτά το δικό τους σταυρό μιας παρεξήγησης; Γιατί, μάνα, σήμερα που δε μπορώ να πάρω δώρα ίσως κριθώ ανάξια εκτίμησης. Ίσως. Ίσως και να προδοθώ στο μυστικό δείπνο των "φίλων"΄. Πώς να εξηγήσω, μάνα, ότι για μένα η κοσμοσυρροή της αγοράς και τα σοκολατένια , πλαστικά, πολύχρωμα αυγά και όλη αυτή η αφθονία που προτείνεται ως υπογραφή των ημερών, είναι ξένη, την έχω ξεράσει;
Πώς να γλιτώσω το χαρακτηρισμό γραφική, αιρετική, παράξενη αν επιμείνω ότι δώρο είναι η φυσική παρουσία, το έλα και το πάμε, η συντροφιά που δεν είναι χαβιάρι αλλά γίνεται άρτος και προσφέρεται ως αντίδωρο;
Πόσο μακριά φύγαμε, μάνα, από τη στάση Εκείνου; Πόση μανιέρα να χωρέσει η απλότητά Του; Πόσα κακέκτυπα ερμηνείας της φιλοσοφίας του;
Πάει καιρός που ο δικός μου Επιτάφιος έχει τακτοποιηθεί ανέγγιχτος στο ερμάρι των αναμνήσεων. Επιμένω, κάθε χρόνο να πηγαίνω, να ξενυχτώ. Μα δεν είναι το ίδιο. Πάει καιρός που οι εργολάβοι ανέλαβαν το στολισμό του με τα "μην αγγίζετε". Νιώθω τυχερή που πρόλαβα. Τον άγγιξα. Τον μύρωσα. Απόθεσα το λουλούδι μου το ταπεινό. Και μετά ήρθαν οι λέξεις...
http://fractalart.gr/epi-xylou/
Τώρα πια και στο χωριό σου, μάνα, εργολάβοι τον στολίζουν. Μείναν κάποιες πολυκαιρισμένες γυναίκες να επιμένουν να μοιράζουν φανουρόπιτα. Και οι νεαροί που αυτόματα η ως θηρευτές άλλης λείας-λείας ζωής, δε λέω- γυρνούν από εκκλησιά σε εκκλησιά, προσκυνώντας, τρεις, πέντε, έξι επιταφίους στη σειρά....Κάποιοι με τα καλά τους.
Ας είναι , μάνα. Το έθιμο να γίνεται.Γλυκό του κουταλιού. Είναι κι αυτό κάτι. Τι λες;
Μετά θα μπουμε όλοι στο facebook, θα διαβάσουμε τα περί Ανάστασης και Ανάτασης, θα εξαντλήσουμε το ευχολόγιο αναζητώντας την πρωτοτυπία-προτεραιότητά πάντα- και θα αρχίσουν οι φώτο με τα αρνιά και τα κατσίκια.
Εγώ στα παιδιά μου, λοιπόν, μάνα, δεν πρότεινα νηστεία φέτος. Εκείνα θυμούνται τα δικά σου λόγια. Ας είμαι εγώ η αμαρτωλή, που θεωρώ τη νηστεία πράξη απόφασης εκ των έσω και όχι επιταγή του πρέπει. Που τη βλέπω ασκητική και λιτή να αρκείται στην ολιγοσύνη ενός χωριού, ενός κήπου. Κι όχι τροφαντή και ταβερνίσια, όχι στην περαντζάδα των βιτρίνων με χαλβά και των φυτικών γαλάτων για τον καφέ.
Αναγκασμένη, λοιπόν, όπως πολλοί άλλοι, να βιώσω και φέτος τις Άγιες μέρες στο αστικό μου περιβάλλον, ομολογώ ότι μου είναι λεκιασμένο, μάνα. Θα θελα να μουν στη φύση, σε ένα μικρό δωμάτιο και έναν κήπο, να συλλογιστώ , να νιώσω την ανάσα της και την απλότητά της. Αυτήν που σου επιβάλλει μνηστεία στο θαύμα της ζωής και όχι νηστεία. Μακριά από τα άμφια της Σύμβασης των "Αθανάτων". Θνητή και ανθρώπινη, κουκίδα στην απεραντοσύνη της. Να γνέσω αλήθειες και να υφάνω κιλίμια εκδρομής χωρίς κόμπους συναισθηματικής εξουσίας, επιβεβλημένω πλαισίων συμπεριφοράς και προσδοκιών. Τι λες μάνα; Αντέχουν τα κιλίμια σε ακάνθινα λιβάδια;
είναι Φιλόλογος στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, απόφοιτη του τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και ζει στην Καβάλα.
FRACTALART.GR