Τρίτη 3 Απριλίου 2018

Σπεύδε Βραδέως


NO rush...Η ελληνιστί το σοφότατον: "σπεύδε βραδέως". Παραθέτω πραγματικό "διάλογο", ακριβώς μία εβδομάδα πριν, δηλαδή όχι Μεγαλοβδομάδα. Διάλογο του οποίου στάθηκα μάρτυρας, αφού εκτυλίχθηκε δημόσια και με πληθωρικό τρόπο.
Ήταν μια νεαρή μητέρα. Καλοστεκούμενη μα παραπατώντας στα ακριβά της τακούνια, καθώς τα εκβίαζε να ακολουθήσουν τον ιλιγγιώδη βηματισμό του εγκεφάλου της, απ ότι φάνηκε. Έσερνε στην κυριολεξία τον δεκάχρονο περίπου γιο της, σφίγγοντάς του τις παλάμες. Στεκόμουν σε μία γωνία ροκανίζοντας νωχελικά το χρόνο μου, πριν από ένα ραντεβού και απολαμβάνοντας τα ερωτοτροπήματα του απογευματινού ήλιου με την Άνοιξη.
Για κάποιο λόγο, προφανώς μετάγγισης του τρόπου σκέψης στο παιδί, η μητέρα ανακοίνωνε με ταχύτητα που μετέτρεπε τα φωνήεντα σε ακροβάτες, στο παιδί
:"Την Τετάρτη θα πάμε να πάρουμε τα τσουρέκια από τη θεία που θα μας τα κάνει".
Χωρίς ανάσα, παύλα, παύση, κόμμα, η επόμενη πρόταση. Ένα ασύνδετο ηχηρό, εισβολέας
."Την Πέμπτη θα πάμε να πάρουμε τα αβγά που θα μας βάψει η γιαγιά, το Σάββατο θα πάμε να πάρουμε και τη μαγειρίτσα, και μετά θα πάμε κι εμείς".

Το παιδί άκουγε αυτιστικά. Το ίδιο και εγώ. Ασάλευτη. Μπροστά σε ένα Πάσχα που ερχόταν.Μπροστά σε ένα νοητό σήμα "Απαγορεύεται".
Τι απαγορευτόταν; Το κόκκινο της αγάπης; Το λουλακί της παράδοσης; Το πράσινο της Άνοιξης; Ή το χρυσαφί του ήλιου;
Πέταξα στον διπλανό κάδο το χάρτινο ποτήρι από το take away cafe μου. Και ξεκίνησα για το ραντεβού.