Είτε το αποδεχόμαστε, είτε όχι, οι μέρες είναι φορτισμένες. Το θέμα είναι πώς διαχειριζόμαστε τη φόρτιση. Αν έχουμε καταφέρει να μην είναι δική μας-δε λέω, θέλει δουλειά και γνώση- πώς διαχειριζόμαστε τη φόρτιση των άλλων. Γιατί μόνοι μας δεν είμαστε. Είμαστε φορτία ενέργειας. Κι αυτό είναι νομοτελειακό. Η νιρβάνα είναι ίσως μία ουτοπία. Ή άξια υπόκλισης σε όσους την κατέκτησαν. Τους λίγους εκείνους. Υποθέτω ότι θα κρύβει πόνο μια τέτοια κατάκτηση. Ή προδοσίες. Υποθέτω.
Όπως και να χει, σήμερα, Μεγάλη Πέμπτη, που ο Θάνατος και ο Σταυρός γίνονται ορίζοντες, έρχεται η συνείδηση ντυμένη τις πορφύρες να ανοίξει τα κιτάπια. Μικρούς ή μεγαλύτερους θανάτους όλοι έχουμε γευτεί. Θα πεις; Έχει μέγεθος ο θάνατος;
Ναι, λέω. Ευθαρσώς. Εξαρτάται πώς σε ακούμπησε. Ως θεατή ή περνώντας ξυστά. Ως καβαλάρης που σε απήγαγε για λίγο για να σε τρομάξει ή ως κλέφτης, που σε άφησε πιο λίγο, να μετράς τα κομμάτια σου και να μη βγαίνει λογαριασμός. Και λέει η κυρά συνείδηση μες στα ψιμύθιά της, μα που καιρός για συνειδήσεις....
Ένα τρεχαλητό αθανάτων, ένα γαιτανάκι λες αυτοματισμού, ένα παράξενο γιορτάσι με συνειδητές ή ψυχαναγκαστικές εθιμοτυπίες. Θυμάμαι τη μάνα να μου λέει: μη λουστείς μεγάλη Πέμπτη είναι αμαρτία. Μη φας κρέας η γαλακτοκομικά Μεγάλη Εβδομάδα. Τι να πω εγώ στα παιδιά μου, μάνα σήμερα, που βλέπουν τα τραπέζια της νηστείας να βαραίνουν από τα νηστίσιμα; Τι είναι η νηστεία, στ' αλήθεια, μάνα; Ένα ακόμη δεν πρέπει στη ζωή τους;
Τι να τους πω για το τρεχαντήρι των δώρων που κουβαλούν κι αυτά το δικό τους σταυρό μιας παρεξήγησης; Γιατί, μάνα, σήμερα που δε μπορώ να πάρω δώρα ίσως κριθώ ανάξια εκτίμησης. Ίσως. Ίσως και να προδοθώ στο μυστικό δείπνο των "φίλων"΄. Πώς να εξηγήσω, μάνα, ότι για μένα η κοσμοσυρροή της αγοράς και τα σοκολατένια , πλαστικά, πολύχρωμα αυγά και όλη αυτή η αφθονία που προτείνεται ως υπογραφή των ημερών, είναι ξένη, την έχω ξεράσει;
Πώς να γλιτώσω το χαρακτηρισμό γραφική, αιρετική, παράξενη αν επιμείνω ότι δώρο είναι η φυσική παρουσία, το έλα και το πάμε, η συντροφιά που δεν είναι χαβιάρι αλλά γίνεται άρτος και προσφέρεται ως αντίδωρο;
Πόσο μακριά φύγαμε, μάνα, από τη στάση Εκείνου; Πόση μανιέρα να χωρέσει η απλότητά Του; Πόσα κακέκτυπα ερμηνείας της φιλοσοφίας του;
Πάει καιρός που ο δικός μου Επιτάφιος έχει τακτοποιηθεί ανέγγιχτος στο ερμάρι των αναμνήσεων. Επιμένω, κάθε χρόνο να πηγαίνω, να ξενυχτώ. Μα δεν είναι το ίδιο. Πάει καιρός που οι εργολάβοι ανέλαβαν το στολισμό του με τα "μην αγγίζετε". Νιώθω τυχερή που πρόλαβα. Τον άγγιξα. Τον μύρωσα. Απόθεσα το λουλούδι μου το ταπεινό. Και μετά ήρθαν οι λέξεις...
http://fractalart.gr/epi-xylou/
Τώρα πια και στο χωριό σου, μάνα, εργολάβοι τον στολίζουν. Μείναν κάποιες πολυκαιρισμένες γυναίκες να επιμένουν να μοιράζουν φανουρόπιτα. Και οι νεαροί που αυτόματα η ως θηρευτές άλλης λείας-λείας ζωής, δε λέω- γυρνούν από εκκλησιά σε εκκλησιά, προσκυνώντας, τρεις, πέντε, έξι επιταφίους στη σειρά....Κάποιοι με τα καλά τους.
Ας είναι , μάνα. Το έθιμο να γίνεται.Γλυκό του κουταλιού. Είναι κι αυτό κάτι. Τι λες;
Μετά θα μπουμε όλοι στο facebook, θα διαβάσουμε τα περί Ανάστασης και Ανάτασης, θα εξαντλήσουμε το ευχολόγιο αναζητώντας την πρωτοτυπία-προτεραιότητά πάντα- και θα αρχίσουν οι φώτο με τα αρνιά και τα κατσίκια.
Εγώ στα παιδιά μου, λοιπόν, μάνα, δεν πρότεινα νηστεία φέτος. Εκείνα θυμούνται τα δικά σου λόγια. Ας είμαι εγώ η αμαρτωλή, που θεωρώ τη νηστεία πράξη απόφασης εκ των έσω και όχι επιταγή του πρέπει. Που τη βλέπω ασκητική και λιτή να αρκείται στην ολιγοσύνη ενός χωριού, ενός κήπου. Κι όχι τροφαντή και ταβερνίσια, όχι στην περαντζάδα των βιτρίνων με χαλβά και των φυτικών γαλάτων για τον καφέ.
Αναγκασμένη, λοιπόν, όπως πολλοί άλλοι, να βιώσω και φέτος τις Άγιες μέρες στο αστικό μου περιβάλλον, ομολογώ ότι μου είναι λεκιασμένο, μάνα. Θα θελα να μουν στη φύση, σε ένα μικρό δωμάτιο και έναν κήπο, να συλλογιστώ , να νιώσω την ανάσα της και την απλότητά της. Αυτήν που σου επιβάλλει μνηστεία στο θαύμα της ζωής και όχι νηστεία. Μακριά από τα άμφια της Σύμβασης των "Αθανάτων". Θνητή και ανθρώπινη, κουκίδα στην απεραντοσύνη της. Να γνέσω αλήθειες και να υφάνω κιλίμια εκδρομής χωρίς κόμπους συναισθηματικής εξουσίας, επιβεβλημένω πλαισίων συμπεριφοράς και προσδοκιών. Τι λες μάνα; Αντέχουν τα κιλίμια σε ακάνθινα λιβάδια;
Όπως και να χει, σήμερα, Μεγάλη Πέμπτη, που ο Θάνατος και ο Σταυρός γίνονται ορίζοντες, έρχεται η συνείδηση ντυμένη τις πορφύρες να ανοίξει τα κιτάπια. Μικρούς ή μεγαλύτερους θανάτους όλοι έχουμε γευτεί. Θα πεις; Έχει μέγεθος ο θάνατος;
Ναι, λέω. Ευθαρσώς. Εξαρτάται πώς σε ακούμπησε. Ως θεατή ή περνώντας ξυστά. Ως καβαλάρης που σε απήγαγε για λίγο για να σε τρομάξει ή ως κλέφτης, που σε άφησε πιο λίγο, να μετράς τα κομμάτια σου και να μη βγαίνει λογαριασμός. Και λέει η κυρά συνείδηση μες στα ψιμύθιά της, μα που καιρός για συνειδήσεις....
Ένα τρεχαλητό αθανάτων, ένα γαιτανάκι λες αυτοματισμού, ένα παράξενο γιορτάσι με συνειδητές ή ψυχαναγκαστικές εθιμοτυπίες. Θυμάμαι τη μάνα να μου λέει: μη λουστείς μεγάλη Πέμπτη είναι αμαρτία. Μη φας κρέας η γαλακτοκομικά Μεγάλη Εβδομάδα. Τι να πω εγώ στα παιδιά μου, μάνα σήμερα, που βλέπουν τα τραπέζια της νηστείας να βαραίνουν από τα νηστίσιμα; Τι είναι η νηστεία, στ' αλήθεια, μάνα; Ένα ακόμη δεν πρέπει στη ζωή τους;
Τι να τους πω για το τρεχαντήρι των δώρων που κουβαλούν κι αυτά το δικό τους σταυρό μιας παρεξήγησης; Γιατί, μάνα, σήμερα που δε μπορώ να πάρω δώρα ίσως κριθώ ανάξια εκτίμησης. Ίσως. Ίσως και να προδοθώ στο μυστικό δείπνο των "φίλων"΄. Πώς να εξηγήσω, μάνα, ότι για μένα η κοσμοσυρροή της αγοράς και τα σοκολατένια , πλαστικά, πολύχρωμα αυγά και όλη αυτή η αφθονία που προτείνεται ως υπογραφή των ημερών, είναι ξένη, την έχω ξεράσει;
Πώς να γλιτώσω το χαρακτηρισμό γραφική, αιρετική, παράξενη αν επιμείνω ότι δώρο είναι η φυσική παρουσία, το έλα και το πάμε, η συντροφιά που δεν είναι χαβιάρι αλλά γίνεται άρτος και προσφέρεται ως αντίδωρο;
Πόσο μακριά φύγαμε, μάνα, από τη στάση Εκείνου; Πόση μανιέρα να χωρέσει η απλότητά Του; Πόσα κακέκτυπα ερμηνείας της φιλοσοφίας του;
Πάει καιρός που ο δικός μου Επιτάφιος έχει τακτοποιηθεί ανέγγιχτος στο ερμάρι των αναμνήσεων. Επιμένω, κάθε χρόνο να πηγαίνω, να ξενυχτώ. Μα δεν είναι το ίδιο. Πάει καιρός που οι εργολάβοι ανέλαβαν το στολισμό του με τα "μην αγγίζετε". Νιώθω τυχερή που πρόλαβα. Τον άγγιξα. Τον μύρωσα. Απόθεσα το λουλούδι μου το ταπεινό. Και μετά ήρθαν οι λέξεις...
http://fractalart.gr/epi-xylou/
Τώρα πια και στο χωριό σου, μάνα, εργολάβοι τον στολίζουν. Μείναν κάποιες πολυκαιρισμένες γυναίκες να επιμένουν να μοιράζουν φανουρόπιτα. Και οι νεαροί που αυτόματα η ως θηρευτές άλλης λείας-λείας ζωής, δε λέω- γυρνούν από εκκλησιά σε εκκλησιά, προσκυνώντας, τρεις, πέντε, έξι επιταφίους στη σειρά....Κάποιοι με τα καλά τους.
Ας είναι , μάνα. Το έθιμο να γίνεται.Γλυκό του κουταλιού. Είναι κι αυτό κάτι. Τι λες;
Μετά θα μπουμε όλοι στο facebook, θα διαβάσουμε τα περί Ανάστασης και Ανάτασης, θα εξαντλήσουμε το ευχολόγιο αναζητώντας την πρωτοτυπία-προτεραιότητά πάντα- και θα αρχίσουν οι φώτο με τα αρνιά και τα κατσίκια.
Εγώ στα παιδιά μου, λοιπόν, μάνα, δεν πρότεινα νηστεία φέτος. Εκείνα θυμούνται τα δικά σου λόγια. Ας είμαι εγώ η αμαρτωλή, που θεωρώ τη νηστεία πράξη απόφασης εκ των έσω και όχι επιταγή του πρέπει. Που τη βλέπω ασκητική και λιτή να αρκείται στην ολιγοσύνη ενός χωριού, ενός κήπου. Κι όχι τροφαντή και ταβερνίσια, όχι στην περαντζάδα των βιτρίνων με χαλβά και των φυτικών γαλάτων για τον καφέ.
Αναγκασμένη, λοιπόν, όπως πολλοί άλλοι, να βιώσω και φέτος τις Άγιες μέρες στο αστικό μου περιβάλλον, ομολογώ ότι μου είναι λεκιασμένο, μάνα. Θα θελα να μουν στη φύση, σε ένα μικρό δωμάτιο και έναν κήπο, να συλλογιστώ , να νιώσω την ανάσα της και την απλότητά της. Αυτήν που σου επιβάλλει μνηστεία στο θαύμα της ζωής και όχι νηστεία. Μακριά από τα άμφια της Σύμβασης των "Αθανάτων". Θνητή και ανθρώπινη, κουκίδα στην απεραντοσύνη της. Να γνέσω αλήθειες και να υφάνω κιλίμια εκδρομής χωρίς κόμπους συναισθηματικής εξουσίας, επιβεβλημένω πλαισίων συμπεριφοράς και προσδοκιών. Τι λες μάνα; Αντέχουν τα κιλίμια σε ακάνθινα λιβάδια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου