Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

Kiss the rain...

 

Ζήτησα από τους μαθητές μου να επιλέξουν μουσική υπόκρουση για την  ανάγνωση από εκείνους  του αποσπάσματος  από τον "Μικρό Πρίγκιπα", αφού το είχαμε "δουλέψει".

Την επόμενη μέρα, η ομάδα μουσικών επιλογών ήρθε με έτοιμο το χαλί: "Kiss the rain", κυρία. Η ανάγνωση ολοκληρώθηκε, με τη μουσική να υποβοηθά τις εικόνες και περισσέψανε κάποια λεπτά, εμείς εντωμεταξύ δε νοούσαμε να βγούμε από το σκηνικό, τα παιδιά είχαν την έκφραση των ανθρώπων που μόλις έχουν βγει από τον κινηματογράφο. Για επόμενο κείμενο, ούτε λόγος. "Και πώς είναι να φιλάς τη βροχή;" Τους ρώτησα... Με πολλή προθυμία δέχτηκαν να κλείσουν τα μάτια, όταν βρεθούν μόνοι και στο επόμενο μάθημα να μου πουν.

Κάποιος έκανε χαρτοκοπτική, φιλοξένησε σε μια σταγόνα χάρτινη τη λέξη rain  και "απροκάλυπτα" τη φίλησε μπροστά μας. Και οι υπόλοιποι είπανε. Ελεύθερα. "  Δεν ξέρω πώς είναι να φιλάς τη βροχή, φαντάζομαι όμως ότι θα είναι δροσερή σα τα χείλη ενός κοριτσιού". "Όταν βρέχει χαίρομαι πολύ", είπε κάποιος, άρα αφού αρέσει σε μένα να φιλάω τη βροχή, θα αρέσει και σε κείνη". Βρεθήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε κινηματίες της βροχής. Το μανιφέστο συντάχθηκε εν πλήρει ομοφωνία. Έμενε μία ερώτηση. " Εσείς; Έχετε φιλήσει τη βροχή; "

Έψαχνα το βράδυ στους παλιούς φακέλους. Ναι την είχα φιλήσει. Τη μέρα που βρέθηκα παρέα με τον Ξυπόλητο και τον Απόλυτο.

 

Ο ξυπόλητος και ο απόλυτος

 

Ξ: Τι όμορφα που μυρίζει η βροχή!

Α:Δε τη χωνεύω. Ηχορύπανση. 

Ξ:Κάνει το χώμα να μυρίζει όμορφα. Λες και ανακατεύει τα μπαχαρικά της γης...

Α:Σκέτη λασπουριά.

Ξ: Κοίτα στον ορίζοντα πώς γαργαλά τη θάλασσα...

Α:Μουντή και άχρωμη.

Ξ:Και τούτη τη δροσοσταλίδα που ακροβατεί στο φύλλο της συκιάς...

Α:Πούντιασα καλοκαιριάτικα. Κλείσε τα παράθυρα.

Ξ:Σα σπουργίτι τσιμπάει το τζάμι... 

Α: Αύριο θα είναι μες στα στίγματα. Που πας;


Ο Ξυπόλητος έκλεισε απαλά την εξώπορτα. Ένα βήμα ακόμη και ανώφλι ο ουρανός.

Ράπιζε η βροχή, όπως δυνάμωνε, το πρόσωπο του, έσταζαν τα μαλλιά του, έσταζε και το μέσα του. Ρευστός, αλλόκοτος βάδιζε, χωρίς περίγραμμα. Εκεί, κάτω από τη βροχή ανακατεύονταν τα δάκρυα  με τ' ουρανού τα βόλια και το αλάτι του θεού. Υφάλμυρος, ψιλός, ανυπόδητος, πιστός και συνεπής σε ρήτρες άφατες που υπέγραφε με τα μερομήνια, ξεμύτιζε τα καλοκαίρια ήσυχα κάθε που  θρέφονταν οι ψιχάλες για εκείνα τα λίγα απελεύθερα λεπτά, με μουσκεμένα  τα λύτρα κάλυψης. Εκείνες τις στιγμές που το ποδοβολητό της βροχής κάλυπτε τους λυγμούς και η υγρασία της τις φορτωμένες κόγχες.

Το γυαλί που μόλις είχε πληγώσει το πέλμα του, ούτε που το λόγισε. Στεκόταν τώρα ακίνητος, πυργίσκος ταπεινός, να αποσώσει ο καιρός  το κλάμα του, να αξιωθεί το στέγνωμα μίας φρυκτωρίας. 

Ο Απόλυτος κοίταξε βιαστικά -ποτέ δε του 'φτανε ο διαβολεμένος χρόνος- τον μουσκεμένο από το παράθυρο.

-Δε μας παίρνει, ρε διάτανε, να ξοδεύουμε σε έξτρα πλύσεις.

Έφτυσε τις λέξεις, ασφάλισε το παράθυρο. Έκλεισε και το φως.

Φανερωμένου Ευδοκία 

                                                                                     



Εικόνα: Delicate by Thomas Haney

 

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Λύτρα


Aλύτρωτες κουβέντες 

επαναστατούν 

Ελπίζουν 

σε ένα κομμάτι ενδοχώρας


Οι άλλες 

που πέρασαν τη συνοριακή γραμμή 

Θητεύουν 

οργανώνοντας υποφακέλους

σε ανήλιαγα γραφεία

Υπάγονται στον υπαλληλικό κώδικα

με σύμβαση αορίστου χρόνου

Μελετούν  ενίοτε  και τις αδειοδοτήσεις

Κυρίως τι δικαιολογητικά 

χρειάζονται 

για  άδειες παραλληλίας.

                                                                        Ευδοκία Φανερωμένου


                                      

Philip Mckay,Decisions

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Το χειροκρότημα



"Τα κρέατα είναι σημερινά,του είχαν πει  θα λες.Κάθε πρωί έρχονται φρέσκα."


Το έμάθε το παραμύθι και το πουλούσε. Την πρώτη μέρα ψιλοτραύλισε,τη δεύτερη απέφυγε τη ματιά,την τρίτη τόλμησε. Κοίταξε τους πελάτες κατευθείαν στα μάτια και πέτυχε. 

Τη δουλειά την είχε αναγκη.

"Μέσα στην κουζίνα θα είσαι τυφλός ρε,αν θες να μείνεις",του είχε πει ο άλλος,"έξω όμως θα πετάνε σπίθες τα μάτια σου,μέχρι και η πλάτη σου θα βλέπει, θέλει μπλα μπλα καλό το μπουρμπουάρ",τρία χρόνια εκεί μέσα είχαν δει και  είχαν δει τα μάτια του,"αλλά τζαμι, ρε,τη βγάζω",του πε,και υπάκουσε.

Το βούλωσε και όταν είδε το αφεντικό να φτύνει μες στο λάδι, για να δει αν έκαψε. 

"Ορίστε και οι πατατούλες,να ν' καλά ο Καποδίστριας",έμαθε πια να πουλάει και πνεύμα,απ' τα λίγα που θυμόταν από το γυμνάσιο. 

Εκείνη όταν ήρθε ήταν ίδια, δέκα χρόνια είχαν περάσει, σ' εκείνον έδειχναν,παλικάρακι πια, όμως εκείνη  απαράλλαχτη. Τον χαιρέτησε κοιτώντας τον στα μάτια,με καμάρι, πάντα καμάρωνε για όλους, έβρισκε έναν λόγο για κάθε μαθητή να δηλώνει περήφανη.

"Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, Γιώργο! Άντρεψες! "

Με το μπλοκάκι στο χέρι, είχε αρχίσει ήδη να ιδρώνει," κι εγώ κυρία,τα κρέατα μας είναι σημερινά",ξεκίνησε και μετά δέθηκε η γλώσσα του.

Θυμήθηκε τον εαυτό του ντυμένο Διόσκουρο στην παράσταση τους,να ξέχνα τα λόγια και πίσω από την αυλαία να του τα θυμίζει.

Θυμήθηκε και το χειροκρότημα,το πρώτο και μοναδικό χειροκρότημα στη ζωή του, σ' αυτόν,τον τελευταίο μαθητή,τον στάσιμο δύο χρονιές στην πρώτη,με την παύλα στο όνομα πατρός.

"Τι ορνιθοσκαλίσματα,ρε μαλάκα, είναι αυτά,Πάρκινσον έπαθες;" γκρίνιαξε  το αφεντικό με την παραγγελία. 

Να την προσέξουμε είπε,"σιγά τη Δούκισσα"πήρε απάντηση,και τον είδε που στα μουλωχτά έριξε το τελευταίο έξι ημερών μπιφτέκι στα κάρβουνα,"πρώτα να φεύγουν τα παλιά ", έλεγε πάντα.

Είχε επιμείνει στο μπιφτέκι ο Γιώργος, "Πεντανόστιμο. Η σπεσιαλιτέ μας",γιατί είχε δει το πρωί τη φρέσκια φουρνιά. Το σιτεμένο δεν το υπολόγισε. 

Έσταζαν τα υγρά του κρέατος στην ψησταριά, έσταζε ο ιδρώτας του όπως ψηνόταν η ζωή με την μπέσα, δε του πήρε και πολύ,"αφεντικό ζαλίζομαι",του είπε και όπως μόλις είχε σερβιριστεί το μπιφτέκι στο πιάτο, το άρπαξε και μπούκωσε με το μισό το στόμα του.


"Τι κάνεις ρε μυξιαρικο,την παραγγελία τρως;",προσγειώθηκε η χερούκλα  στο μάγουλο του. Έκαιγε το μάγουλο,ζεματίστηκε  η γλώσσα που  κατάπιε απότομα το αχνιστό μπιφτέκι,την ξεροψημενη ειλικρίνεια,το αρπαγμένο φιλότιμο.

"Καμένο  χαρτί είσαι ρε,δε κάνεις για τη δουλειά αλήτη, μπάσταρδε."

Στάθηκε ακίνητος, βουβός,έκθετος. 

Τσουρουφλισμένες συλλαβές πάσχιζαν να ακουστούν από το υποβολείο κοντά στο στήθος: "Τώρα το χειροκρότημα"...


Το μόνο που ακούστηκε ήταν η αγωνία του συναδέλφου: 

"Παραγγελία στο πέντε ρε, τρέχα…"

Έβγαλε από την τσέπη το μπλοκακι,το ακούμπησε στο πάσο. 

"Μας τελείωσαν,ΑΛΤ",αυτοσχεδίασε το εξόδιο άσμα.

Ο ίδιος έτρεξε.

Να προλάβει το επόμενο  λεωφορείο.


                                                                                                                          Ευδοκία Φανερωμένου



Σκίτσο: Sergio Toppi



Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

Κρυφτό


Ο τόπος είναι ρίζες . Ένα μικρό κομμάτι γης, ένα μικρό ορεινό χωριουδάκι ή ένα ψαροχώρι, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πού είναι ριζωμένες οι αναμνήσεις σου. Η διαδρομή που εσύ ξέρεις για να ανταμώνετε, είναι αυτή που σε καλεί, με κλειστά τα μάτια, σα να σου ψιθυρίζει: έχε μου εμπιστοσύνη, εγώ σε οδηγώ, όπως πάντα, εκεί που ξέρεις, το έχεις δει. Όταν φτάνεις, πάντα η ίδια αίσθηση. Το παιχνίδι με το χρόνο, το κρυφτό με τις εικόνες, τις στιγμές. Οι ρίζες είναι το μυστικό.  Τα κλαδιά χρωματίζονται με τις εποχές. Τους χειμώνες, τα καλοκαίρια.Του καιρού. Των καιρών σου. Μα οι ρίζες, αθέατες, περιμένουν  τον ήχο από τα πέλματά σου. Εκεί, στο σκοτεινό θάλαμο, να δουλέψουν τις εικόνες.

Βρεθήκαμε εκεί. Στο μικρό, ορεινό, "φτωχό", κρυμμένο χωριουδάκι. Το επόμενο καλοκαίρι για φέτος. Ένα από τα καλοκαίρια  που μετράω από παιδί. Σχεδόν ίδιο, αναλλοίωτο, πιστό.



 Οι καρυδιές πρασίνισαν, τα φλαμούρια μοσχοβόλησαν, τα καλαμπόκια ανδρώθηκαν, το ποταμάκι είχε νερό. Τα αηδόνια λίγο πριν σωπάσουν, τα χελιδόνια οικογενειάρχες βιοπαλαιστές, και η κουκουβάγια το βράδυ κρυμμένη στη φυλλωσιά του έλατου. Η Φιορούλα έγινε μαμά, ο Φοίβος μεγάλωσε και ο Αράπης στα ίδια λημέρια, τις ίδιες ώρες. Βρήκαμε στο ραντεβού των επτά τις γειτόνισσες να πίνουν ελληνικό γύρω από μια πιατέλα με τσιριχτά. Και ήρθαν τα ουράνια τόξα από τις περσινές μπόρες, οι ιστορίες μας για τους αντάρτες και τους ταχυδρόμους που κουβαλούσαν θησαυρούς, οι βραδιές κάτω από τα αστέρια, ο σκαντζόχοιρος και ο καθρέφτης στην αυλή της κυρά Λένης, από το σκοτεινό θάλαμο, επιλογή σέπια, με λίγο κόκκο στο τραπέζι. Το μοναδικό μπακάλικο και η παράδοση με μηχανάκι, η αιώρα και οι λεβάντες μας, όλα εκεί, ατάκτως ερριμμένα πλάι στα πισία και τα σοκολατάκια από την Ελβετία.


Και όταν κατεβήκαμε στη γωνία του μπαξέ, εκεί που  κρυβόμασταν από την προγιαγιά Τιράβα, και κόβαμε πρώιμα τα φουντούκια, λίγο πριν κατηφορίσουμε στα κρυφά για το αλάνι, στο χορταριασμένο δρομάκι, στο "παλιόσπιτο" της Ωρολογάβας, να παίξουμε ιστορίες, για όσα ανακαλύπταμε, έναν παλιό καθρέφτη, μια ξεχασμένη γόβα, μία σκουριασμένη ταμπακιέρα,  ο χρόνος φώναξε: "φτου και βγαίνω".

-" Ε, μαμά, να καθίσω στο πεζούλι στο ποτάμι;  Έεεε, μαμά...Μαμά;;;;"


Ήταν  η ώρα της παραλαβής παράδοσης. Το πρωτόκολλο της αλυσίδας σε αναμονή επικύρωσης.

O νέος κύκλος που ήδη είχε ξεκινήσει.


Κάποτε, Κωνσταντή, εδώ υπήρχε ένα γεφυράκι. Ξύλινο, μη βλέπεις τώρα που είναι τσιμεντένιο. Πηγαινοερχόμασταν. Και εκεί στον κάτω όροφο η γιαγιά είχε το παχνί. Κάτω κοιμόταν ο Πολυχρόνης, ο γαϊδουράκος μας, και πάνω εμείς. Βλέπεις εκείνο το μικρό δωμάτιο στη γωνία της αυλής; Μαζευόμασταν και βελονιάζαμε καπνά. Κολλούσαν τα χέρια μας, πονούσαν οι μασχάλες, μα ξεχνιόμασταν με τις κουβέντες... Και όταν τα αρμαθιάζαμε, πήγαινα από κάτω και μύριζα τον καπνό, και ούτε που ρωτούσα τότε, πού θα πάει μετά, ο νους μου πότε θα ξεπορτίσουμε η παρέα, να πάρουμε το λουλουδιασμένο μονοπάτι, με μια μαργαρίτα στο αυτί, για το αλάνι. Και τα βράδια ακούγαμε το νερό να κυλά στο ποταμάκι, είχε πιο πολύ νερό τότε, Κωνσταντή.

-Και αυτό το δέντρο μου σπασε τη μύτη
-Είναι η φλαμουριά μας. Μαζεύαμε το φλαμούρι, το απλώναμε σε ένα σεντόνι να στεγνώσει , πλάι στον τραχανά και τους γιεφκάδες.  Και μετά ερχόταν η ρίγανη. Κινούσαμε με τον παππού πρωί πρωί, χανόμασταν στο δάσος οι δυο μας, και είχαμε συνθηματικό: "Ούου", φώναζε ο παππούς, και ήξερα ότι ήταν εκεί γύρω. Όταν ανεβαίναμε από την πόλη να έρθει στη μάνα του, κράταγε ένα καλάθι,το είχε γεμάτο καλούδια από την πόλη, το σκέπαζε με ένα καρό τραπεζομάντηλο και έδενε γύρω ένα σπάγκο. Μια φορά τη βδομάδα είχε λεωφορείο. Όπως και τώρα. Και ξέρεις κάτι;  Μια φορά, πήραμε μαζί μας στην επιστροφή μια χελώνα. Την κρύψαμε σε μια μπλε, πλαστική σακούλα και εκείνη έσκισε τη σακούλα με τα ποδαράκια της και τρέμαμε μη τη δει ο οδηγός και μαλώσει... Ο παππούς ζούσε για να ανεβαίνει στο χωριό, στη μάνα του. Και με έπαιρνε παρέα. Χτίστης ήταν, τον ακολούθαγα τα καλοκαίρια στις αυλές, έχτιζε , έκανε μερεμέτια, με το αλφάδι η καρδιά με το μυστρί η μνήμη, μεγαλώναμε μαζί.
-Τι είναι το αλφάδι; Μισό, googλάρω... μερεμέτι, μυστρί...πώς γράφεται;
Απότομη επιστροφή στο τώρα.


Το βράδυ τα βλέφαρα έκλεισαν με παλιούς γνωστούς τους ήχους. Τα σκυλιά να αλυχτούν, την κουβουβάγια στυλοβάτη, το νερό να αναδεύει τη μνήμη με το παρόν. Και όταν ξημέρωσε, έτρεξα ξυπόλητη στη ροδιά, βούλιαξα  τις πατούσες στο γρασίδι, έκλεισα τα μάτια, φτου και βγαίνω, σκέφτηκα,σειρά μου να "τα φυλάω"...