Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

Είστε σε αναμονή. Παρακαλώ περιμένετε.


Κοίταξε κλεφτά το ρολόι του. Ήταν μία παρά τέταρτο. Προλάβαινε δεν προλάβαινε. Η μικρή σχολούσε στις 1 και είκοσι.
1 Δεκεμβρίου. Σε λίγες μέρες θα έμπαιναν για τα καλά στο εορταστικό κλίμα. 80 χρονών κόντευε, όμως πάντα με μια γλυκιά νοσταλγία τα περίμενε τα Χριστούγεννα, μερικές φορές μάλιστα ξεχνιόταν και φερόταν σαν παιδί. Με ανυπομονησία. Τα βήματά του τον οδήγησαν γρήγορα στο βιβλιοπωλείο της κεντρικής πλατείας. Οι Χριστουγεννιάτικες κάρτες φιγουράριζαν ολοκαίνουριες δεξιά στη γωνία.
-Πόσο πάει αυτή; Ρώτησε κρατώντας μια κάρτα με ένα ανάγλυφο δεντράκι στο πρόσθιο φύλλο της. Είχε και μουσική, α, σίγουρα αυτή θα εντυπωσίαζε τα ξαδέρφια του, εκεί στην Αμερική έχουν του κόσμου τα καλά, δε μπορούσε να στείλει ό,τι κι ό,τι….
-3.70, του απάντησε κοφτά η πωλήτρια.
Μέτρησε τα ψιλά στην παλάμη του, ίσα ίσα έβγαιναν, σκέφτηκε ψελλίζοντας ένα «χαλάλι». Πλήρωσε και χάθηκε στην κοσμοβουή.


Χτύπησε νευρικά το κουδούνι στο σπίτι, δεν προλάβαινε να ανέβει, βιαζόταν να είναι στην ώρα του στο παιδί. Έδωσε στην κυρά καθώς κατέβαινε αλαφιασμένη τις δυο σακουλίτσες με τα μανταρίνια και το μαχλέπι που του είχε παραγγείλει και έφυγε χωρίς καθυστέρηση για το σχολείο. Την κάρτα δεν την έδωσε. Την είχε ασφαλίσει καλά στην εσωτερική τσέπη του σακακιού.


Πώς και πώς την περίμενε κάθε μέρα τη στιγμή που θα έπαιρνε τη μικρή από το σκολείο. Να την πιάσει από το χεράκι και να γυρίσουν σπίτι. Αυτό το μικρό ήταν αλλιώτικο. Ή εκείνος είχε γίνει πια πολύ ευσυγκίνητος και το έβλεπε έτσι. Αλλά η γλωσσίτσα της δε σταματούσε να κελαρύζει σε όλη την διαδρομή. Είχε σπιρτάδα και τρυφερότητα και ένα παιχνίδισμα στο ύφος και στις κινήσεις που τον σαγήνευαν.
-Πότε θα αρχίσετε Αγγλικά στο σχολείο; Τη ρώτησε.
-Του χρόνου, παππού. Του χρόνου. Και μετά θα μάθω και γαλλικά. Θα σε πάω στο Παρίσι, όταν μεγαλώσω….
-Θα κερδίσουμε το λαχείο και θα σε πάω πρώτα εγώ στην Αμερική, να γνωρίσεις τα ξαδέρφια σου εκεί, το ξέρεις ότι έχεις και εκεί ξαδέρφια;
Το βλέμμα του χάθηκε για λίγο. Αλήτεψε ξυπόλυτο στις αλάνες που έπαιζε βόλους με τα ξαδέρφια του …., στα γρατζουνισμένα από το σκαρφάλωμα γόνατα, στις ζαβολιές και τις αθώες τους συνομωσίες. Τώρα ο Θωμάς έγινε Τόμας και ο Νικόλας Νικ. Έχουν ένα σπίτι τεράστιο εκεί στην Αμερική…

Τακτοποίησε τα παπούτσια του, φόρεσε τις παντόφλες του και με ευλάβεια πριν ξεντυθεί τοποθέτησε στο συρταράκι δίπλα στο κρεβάτι την κάρτα. Κατευθύνθηκε στο τηλέφωνο. Θα έπαιρνε πρώτα τη νύφη του. Γραμματιζούμενη ήταν, ήξερε καλά Αγγλικά. Εκείνη του εξήγησε τις προάλλες τι έγραφε το γράμμα που ήρθε ξαφνικά από τα ξαδέρφια του .Πού τον είχαν βρει…. Είχαν στείλει μάλιστα και φωτογραφίες με όλη την οικογένεια. Επτά εγγόνια είχαν. Σχημάτισε σθεναρά το νούμερο.
-Έλα, μπαμπά, πες μου, είμαι στην πόρτα.
-Πήρα μία κάρτα, όποτε μπορέσεις θα γράψεις ένα χρόνια πολλά και δυο γραμμές στα ξαδέρφια μου στην Αμερική; Μόνο ότι είμαστε καλά και ότι τους περιμένουμε….Όχι πολλά λόγια. Και όποτε μπορέσεις. Έχουμε μέρες.
-Καλά, καλά, θα στείλω τον Γιώργο να την πάρει, μην ανησυχείς, έχουμε μέρες, θα την γράψω….
-Σ’ ευχαριστώ, κορίτσι μου.
-Σ’ αφήνω, όμως, μπαμπά, βιάζομαι.
Έβγαλε την κάρτα πανηγυρικά από το συρτάρι και την ακούμπησε στον καρυδένιο μπουφέ. Αν έλειπε, να την έβλεπε ο Γιώργος.
-Τι είναι αυτό; Ρώτησε η γυναίκα του.
-Για τα ξαδέρφια μου στην Αμερική. Θα γράψει η Ελένη δυο λόγια.
-Θα θέλουν να έρθουν, να κάνουν τσάμπα διακοπές, τι τα θες βρε Χριστιανέ να τους γράψεις; Τόσα χρόνια τι έπαθες που δεν τους έγραφες;
-Είχαμε χαθεί, ψέλισσε, μα δε συνέχισε την κουβέντα. Ήξερε ότι ήταν μάταιο….


12 Δεκεμβρίου, του Αγίου Σπυρίδωνος έγραφε το ημερολόγιο. Σπυρί σπυρί μεγαλώνει η μέρα από σήμερα σκέφτηκε ρουφώντας το πρωινό του καφεδάκι. Λίγο πιο νωρίς σήμερα, γιατί η κυρά Μαίρη ήθελε τα πρώτα, φρέσκα λαχανικά από τη λαϊκή. Είχε από χθες ετοιμάσει τη λίστα. Έπρεπε να τα έχει ως τις 9, γιατί τα παιδιά στις 12 θα έρχονταν να πάρουν το φαγητό. Το βλέμμα του στάθηκε στον μπουφέ. Η κάρτα ήταν ακόμη εκεί. Μήπως να ζητούσε από τη μεγαλύτερη εγγονή του να την έγραφε; Το κορίτσι η Ελένη ήταν τόσο πολυάσχολο, ίσως κακώς της ανέθεσε μια ακόμη αβαρία. Τόσο τρέχει η κοπέλα…Μα και ο γιος του μαζί, και η άλλη η νύφη του με τον μεγάλο του το γιο, σάμπως κι αυτοί δεν έτρεχαν; Θα της το ζητούσε το μεσημέρι. Να, κάπου εκεί, ανάμεσα στα μαθήματα, θα έκανε και εξάσκηση, 5 χρόνια πήγαινε Αγγλικά, μπορεί και να της άρεσε, μα πώς δεν το είχε σκεφτεί;
-Ναι, παππού, αλλά όχι σήμερα, μια από τις επόμενες μέρες, καίγομαι, άφησέ την στη γιαγιά και θα έρθω να την πάρω….
-Σ’ ευχαριστώ κορίτσι μου, δυο λόγια μόνο και ότι είμαστε καλά, δε θέλω να σε βγάλω από το πρόγραμμά σου…




16 Δεκεμβρίου. Η λίστα σήμερα έγραφε δαμάσκηνα και χουρμάδες. Φτάσαμε για τα καλά στα Χριστούγεννα, σκέφτηκε. Η κυρά Μαίρη ετοιμάζεται. Από το πρωί τα κανακεύει τα μελομακάρονά της. Όπως έκανε να αφήσει τα γυαλιά του, ανέμισε η κάρτα του μπουφέ και προσγειώθηκε στα πόδια του. Θα προλάβει άραγε να φτάσει εγκαίρως στην Αμερική; Σίγουρα, τα ταχυδρομεία ήταν γρήγορα πια, όχι όπως παλιά… Το κορίτσι δεν είχε έρθει.
Εκείνη την ώρα άκουσε τη φωνή του μεγάλου του γιου. Επιστήμονας, δυο δουλειές έκανε για να τον σπουδάσει. Αλλά χαλάλι του, το άξιζε και με το παραπάνω. Όλη η πόλη τον σέβεται, τον εκτιμά, δεν έχει μείνει μόνο στην επιστήμη του, έχει όραμα, ο κόσμος τον ψηφίζει στις εκλογές….
–Μήπως πριν φύγεις θα μπορούσες να γράψεις δυο γραμμές σ’ αυτήν την κάρτα , γιε μου; Μόνο δυο λόγια και ότι είμαστε καλά. Μια που θα περάσω από το Ταχυδρομείο σήμερα….
-Βιάζομαι αυτή τη στιγμή, πατέρα. Αστην εδώ και θα έρθω αύριο να στην γράψω…



21 Δεκεμβρίου, παππού, του θύμησε η μικρή, σε δυο μέρες είναι η γιορτή μας, θα έρθεις, έτσι δεν είναι;
-Έλειψα ποτέ εγώ, βρε μικρούλα, από γιορτή σου για να λείψω τώρα; Τι είναι αυτά που ρωτάς;
-Το κέρδισες το λαχείο, παππού;
Το λαχείο… Για εκείνο το ταξίδι. Η κάρτα. Για εκείνο το μέρος. Για το αίμα, που δε γίνεται νερό, που μιλάει, που κραυγάζει, που επαναστατεί….
-Γιατί πάμε πιο γρήγορα, παππού;
-Έχω μια δουλίτσα, καρφιτσούλα μου, πρέπει να προλάβω κάτι, όσο μπορείς άνοιξε το το βηματάκι, μη μου κουραστείς κιόλας….
Γύρισε το κλειδί, δε θυμάται καν αν χαιρέτησε, άρπαξε την κάρτα από τον μπουφέ και κατευθύνθηκε τυφλά, σχεδόν ενστικτωδώς στο ταχυδρομείο.



Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, πακέτα φορτώνονταν και άλλα ξεφορτώνονταν, εν βρασμώ όλοι, κλίμα Χριστουγέννων. Περιέφερε το βλέμμα του τριγύρω. Σε ένα τραπέζι ένας νεαρός κολλούσε γραμματόσημα σε μια ντουζίνα φακέλους. Φορούσε μαύρα πάνινα μποτάκια μες στο καταχείμωνο! Ξεπέρασε τη συστολή και τον πλησίασε. Εκείνος σίγουρα θα ήξερε. Ήταν δεν ήταν δεκαέξι χρονών.
-Συγγνώμη για την ενόχληση, μήπως μπορείτε να μου γράψετε πώς είναι το «Καλά Χριστούγεννα» στα Αγγλικά; τον ρώτησε προτείνοντάς του μία καρό χαρτοπετσέτα…
-Μα, τι λέτε, δεν είναι τίποτα, προσφέρθηκε το αμούστακο παιδί.
-Χίλια ευχαριστώ, παιδί μου….
Ο νεαρός σχημάτισε τη φράση με δυσκολία στην ανάγλυφη, μαλακή επιφάνεια της χαρτοπετσέτας, και ο κυρ Κώστας ένα λεπτό αργότερα προσπαθούσε να ζωγραφίσει τις λέξεις στο λευκό εσωτερικό της κάρτας.


Το παιδί σταμάτησε και έμεινε με έκπληξη να τον παρατηρεί….
-Μήπως θέλετε να σας το γράψω εγώ;
-Να μη σε βάζω σε κόπο παιδί μου.
-Κανένας κόπος, ούτε ένα λεπτό δε θα μου πάρει, αλλά…. Πείτε μου, τι ακριβώς θέλετε να κάνετε;
Ένας ολόχρυσος ήλιος ανέτειλε μέσα από το χαμόγελο του παππού.
-Στα ξαδέρφια μου στην Αμερική θα την στείλω, να έχω και την διεύθυνση εδώ, είπε καμαρώνοντας καθώς έβγαζε από την άλλη τσέπη το φάκελο με το γράμμα που είχε λάβει…
-Θέλετε να γράψουμε και κάτι ακόμη; πρότεινε γενναιόδωρα ο νεαρός. Εδώ βλέπω έχει και διεύθυνση e-mail. Έχεις εγγόνια παππού; Έχουν υπολογιστή;
-Μα, ναι. Δύο υπέροχες εγγονές. Υπολογιστή;
-Ναι, κομπιούτερ.
-Α, κομπιούτερ! Ω, ναι, το καλύτερο έχει η μεγάλη, πριν δυο μήνες της το έκανα δώρο εγώ από τις οικονομίες μου, μας έφερε τους καλύτερους βαθμούς, μη νομίζεις όμως ότι θα αφήσω παραπονεμένη τη μικρή.
-Μπορείς, λοιπόν να στείλεις e-mail κάποια στιγμή, γράμμα από το κομπιούτερ δηλαδή, μπορείς να στείλεις και φωτογραφίες και σε ένα λεπτό, τσουπ, εκεί θα είναι….. Τι άλλο να γράψουμε στην καρτούλα, για πες μου.
- «Είμαστε όλοι καλά και το ίδιο ευχόμαστε δι’ εσάς». Είναι εντάξει παιδί μου, σ’ ευχαριστώ, χίλια καλά να σου δίνει ο Θεός.
-Να σαι καλά κι εσύ, παππού. Καλά Χριστούγεννα!


Κόλλησε αλαφρωμένος το γραμματόσημο και έριξε το γράμμα στο κίτρινο κουτί που έγραφε «ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ».
Περνώντας μπροστά από το καφενείο χαιρέτησε με ιλαρή φωνή τον σερβιτόρο που άλλαζε βάρδια. Δεν προχώρησε όμως παραπέρα. Καιρό τώρα, όταν έπινε το δεκατιανό καφεδάκι του παρατηρούσε το μαγαζί που είχε ανοίξει απέναντι. Νεαροί μπαινόβγαιναν όλη μέρα και κάθε φορά που κρυφοκοίταζε να διακρίνει πίσω από το φυμέ τζάμι τους έβλεπε όλους καθισμένους μπροστά σε έναν…. υπολογιστή.
«Τσουπ, σε ένα λεπτό…» βοούσαν με τυμπανοκρουσίες οι λέξεις στο κεφάλι του.
Πέρασε την πόρτα. Μια κοπέλα σχημάτιζε απανωτές φούσκες με την τσίχλα της στο ταμείο. Στάθηκε μπροστά της. Έβγαλε από το πορτοφόλι του πέντε έξι φωτογραφίες. Τα παιδιά μικρά, τα παιδιά σήμερα, οι γιοι του, οι νύφες.
-Θα ήθελα να στείλω αυτές τις φωτογραφίες με –έβγαλε την τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα και άρχισε να διαβάζει συλλαβιστά- ι μ έ ι λ παρακαλώ….



-------------------------------------------------------------------------------------------------
Εύχομαι σε όλους σας υγεία και αγάπη. Να δώσετε και να σας δοθεί.
Ας μην την ψάχνουμε στα μεγάλα και πανηγυρικά. Στις μικρές, μικρούτσικες λεπτομέρειες είναι κρυμμένη, σ' ένα βλέμμα, ένα χάδι, ένα μικρό τοσοδούλικο δωράκι, σε μια αληθινή κουβέντα. Ας δούμε με καθαρό βλέμμα και ειλικρινές ενδιαφέρον γύρω μας, δίπλα μας. Κι ας φτιάξουμε ο καθένας το δικό του παραμύθι, να χαθούμε για λίγο στις αυλές και τα δρομάκια του, σα παιδιά...Για όσο...Έστω και για λίγο... Να την ταχταρίσουμε τη νέα τη χρονιά, να μας έρθει γενναιόδωρη...Ας κυλήσουν ειρηνικά οι γιορτινές μέρες, όπως τους πρέπει!Καλές γιορτές !

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Και μετά τι;



Πόσο γρήγορα ξεχνάμε….Ώρες ώρες αισθάνομαι ότι όλα έχουν βρει τόσο γρήγορα τους κανονικούς τους ρυθμούς.

Αδιαφορία , αυτό που λένε «κοινωνική παθητικότητα»
ή άμυνα στις τόσο ευαίσθητες προσωπικές μας ισορροπίες;

Απορρόφηση στην καθημερινότητα μας ή Βόλεμα στον μικρόκοσμό μας;

Ακόμα ένα θέμα που μας απασχόλησε με το τηλεκοντρόλ στο χέρι από τον καναπέ μας;

Πόσο εθισμένοι είμαστε στην ταχύτητα; Στην εναλλαγή ακόμα και των σκέψεων και της θεματολογίας του ενδιαφέροντός μας; Πού καιρός για μονοπώλια…



Πείτε μου, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, ή ενοχλητικό σκουπίδι στο γιορτινά μας στολισμένο σπίτι που θα το κρύψουμε κάτω από το χαλί;

Ο Ελύτης είχε πει, «καλύτερα να δοκιμαστείς και να αποτύχεις παρά να μένεις βολεμένος στην αφάνειά σου»

Είμαστε διατεθειμένοι; Κι αν είμαστε μπορούμε; Ή θα μείνουμε εγκλωβισμένοι σε αμυντικές πολιτικές επιβίωσης; Πώς θα ξαναφτιάξουμε μονοπάτια στη ζούγκλα μας;

Πείτε μου…

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Το ελάχιστον....



Ας γίνει ο άδικος χαμός του νεαρού Αλέξανδρου
η δύναμη που θα μας ενώσει
για να διεκδικήσουμε
έναν κόσμο καλύτερο....
(Φίλοι μου, είμαι από χθες χωρίς ίντερνετ,γράφω απο τρίτο υπολογιστή. Δεν άντεχα όμως να μη γράψω έστω, δυο λόγια...Θα σας απαντήσω στις προηγούμενες κουβέντες σας με την πρώτη ευκαιρία....)

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

"Road"ίστικη βόλτα....

Έχει περάσει καιρός αρκετός από την ανάρτηση της αγαπημένης φίλης Roadartist με τον τίτλο: «Τουρίστας στην πόλη μου», όπου μας πρότεινε μια άλλη ματιά στην πόλη όπου ζούμε...
Από τότε, το έχω επιχειρήσει αρκετές φορές και πιστέψτε με, πάντα κάτι νέο ανακαλύπτω, και όλο διαπιστώνω ότι δεν έχω πάρει μαζί μου την φωτογραφική μου μηχανή. Γιατί τα ερεθίσματα είναι πολλά, όταν επιχειρείς να δεις την πόλη σου σαν…τουρίστας.

Την περασμένη Κυριακή μας δόθηκε η ευκαιρία για μια μικρή απόδραση από τα καθημερινά. Ήπιαμε καφεδάκι χαλαρό με τις εφημερίδες μας και αμφιθεατρική θέα της πόλης, περπατήσαμε στα παλιά σοκάκια της Παναγίας (της παλιάς πόλης) και ικανοποιήσαμε και το αίτημα της μικρής μας να δει το κάστρο από μέσα. Ακολουθήσαμε την περιμετρική οδό αποφεύγοντας το κέντρο και καταλήξαμε σε ένα αγαπημένο ταβερνάκι για κρασάκι και μεζεδάκια….

Αυτή τη φορά είχα μαζί τη φωτογραφική μου μηχανή. Σας μεταφέρω μερικές εικόνες(σε σμίκρυνση) από μια γωνίτσα της πόλης μου για να σουλατσάρετε τις τρεις μερούλες που θα λείπω από το δίκτυο. Γιατί η Καβάλα, δεν είναι μια επαρχιακή πόλη. Είναι μια πανέμορφη επαρχιακή πόλη, και ίσως καθόλου τυχαία δεν την αποκάλεσαν παλαιότεροι περιηγητές «Μικρό Μονακό». Και μπορεί να μας λείπουν τα τρανά και όσα η πρωτεύουσα και η συμπρωτεύουσα έχουν να προσφέρουν, μπορούμε όμως ακόμα να καυχιόμαστε για ποιότητα ζωής στις μετακινήσεις μας και σε πολλές περιπτώσεις στην αισθητική μας.

Πιο αναλυτικά θα σας την παρουσιάσω σύντομα στο ομαδικό μας μπλογκ, τις Αποδράσεις(για κοιτάξτε δεξιά το τρενάκι….), με όλες τις πληροφορίες που μπορεί να χρειαστεί ένας επισκέπτης σχετικά με την πόλη. Προς το παρόν, μια μικρή βολτίτσα….



Από ψηλά....
Στο βάθος φαίνεται η Θάσος...

Το καράβι έτοιμο για Λήμνο και Μυτιλήνη


Το Παλαιό Υδραγωγείο από ψηλά

ανάλογα με τη φορά της...
Μικροί θησαυροί μέσα στο κάστρο

Ο σκυλαράκος πιστή μας παρέα...


Αίσθηση παλιού



Μικρά σοκάκια


Με μερακλήδες κατοίκους
Ιχνη από το πέρασμα των εποχών
Η παλιά μουσική Σχολή
Και αν θέλετε χιόνι, βουνό και έτοιμο προγραμματάκι με ξενοδοχείο και όλες τις πληροφορίες για δοκιμασμένη χειμερινή απόδραση, σας προτείνω και πάλι να επισκεφθείτε το μπλογκ μας «Αποδράσεις»(πατήστε στο τρενάκι πάνω δεξιά). Η τελευταία πρότασή μας, Καιμάκ Τσαλάν, διά χειρός της Dee Dee μου και θα ακολουθήσουν και άλλες παρόμοιες.

Μπορεί τον τελευταίο καιρο να έχω χαθεί, όμως θεωρήστε δεδομένο ότι μου λείπετε και ότι θα τα πούμε σύντομα πλέον.

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008

Σφήνα χαλάρωσης

Σας μεταφέρω τη διάθεσή μου με ένα τραγουδάκι....

Σαββατοκύριακο,

βροχούλα,

θαλπωρή,

προεόρτιες νύξεις,

οικογένεια...

Θα τα πούμε σύντομα...

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Η γυναίκα και η σκιά

Είχε καιρό να μείνει μόνη σπίτι. Μόνη.
Μια τόσο μικρή και εχθρική λέξη για πολλούς
Για εκείνην ήταν ποθούμενη. Φίλια η γη της.
Θα ξεκινούσε με ένα χαλαρωτικό μπάνιο, χρειαζόταν το αχνιστό νερό, καταρράκτη πάνω της, να φύγουν οι τοξίνες, να φύγουν και οι σκέψεις οι τοξικές.
Μετά…
Μετά θα είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή της να ασχοληθεί με ό,τι της αρέσει. Θα ξεκινούσε από τις φωτογραφίες του τελευταίου μήνα, σίγουρα χρειάζονταν οργάνωση, δεν τους άξιζε η βιαστική «εναπόθεση» σε διάσπαρτους φακέλους στον υπολογιστή, ουτε καν στα αγαπημένα. Ευκαιρία να ακούσει και απερίσπαστη τα δικά της τα τραγούδια, με λίγο ανεβασμένη την ένταση, άλλωστε ποιον θα διέκοπτε ή θα ενοχλούσε. Ήταν μόνη σήμερα. Και έπειτα… Έπειτα θα έπιανε το βελονάκι, είχε ξεκινήσει να υφαίνει έναν σκούφο, ολόδική της θα ήταν η δημιουργία, είχε τόσο κορεστεί από τα έτοιμα και εύκολα αποκτήσιμα. Με δέκα ευρώ σε ένα κινέζικο παρέλαζαν σκούφοι και σκουφάκια, αλλά εκείνη ήθελε το δικό της, πλεγμένο από τα χέρια της, ταξιδεμένο και μιλημένο, συνένοχο εξομολογήσεων βουβών. Θα κατέληγε μες στα φρεσκοπλυμμένα της σεντόνια- είχε χρόνο σήμερα να ασχοληθεί με τη λάτρα- με διαλεχτή παρέα το αγαπημένο της βιβλίο.


Ο μπρούντζινος καθρέφτης του μπάνιου υποδέχτηκε τη φιγούρα της. Έμεινε ναρκισσιστικά να παρατηρεί το είδωλο της, ξεχασμένη , αλήθεια, συνήθεια. Για πολυτέλειες θα μιλούμε τώρα…Πλησίασε πιο κοντά. Μα είναι δυνατόν; Γύρω από το είδωλο της, διαγραφόταν μια διαφάνεια με καθαρό περίγραμμα… Ήταν… Ήταν η αύρα της, σκέφτηκε και αμέσως γέλασε με την αφέλειά της. Σίγουρα πρόκειται για οπτικό φαινόμενο. Πλησίασε το πρόσωπο πιο κοντά στο ψυχρό γυαλί. Οι πρώτες της ρυτίδες είχαν αρχίσει να μην είναι πια και τόσο αδιόρατες. Η διαδρομή μου σκέφτηκε. Η διαδρομή μου;
Όχι, δεν θα το έκανε αυτό σήμερα. Δεν ήταν μέρα απολογισμών. Ήταν μέρα χαλάρωσης, μέρα προσφοράς, στον εαυτό της.
Τυλιγμένη στο μπουρνούζι πήρε θέση μπροστά στον υπολογιστή. Ήθελε να τις ξαναδει τις τελευταίες φωτογραφίες. Τις περισσότερες τις τράξηξε ασυνείδητα, έτσι βιαστικά βαδίζοντας, σαν μια φωνή να υπαγόρευε το κλικ, μια φωνή που απλώς χρειαζόταν τα χέρια της να πατήσουν το κουμπάκι.


Ένα μήνα τώρα φωτογράφιζε. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Στιγμές. Εικόνες. Τις είχε ανάγκη. Σημεία αναφοράς, εφαλτήρια να ταξιδέψει ο λογισμός. Μα, τώρα, αποστασιοποιημένα λίγο, μπορούσε να παρατηρήσει, να διαπιστώσει… Πόσο της άρεσαν οι διαπιστώσεις τελευταία. Η διαπίστωση ήταν κραυγαλέα. Αποτύπωνε σκιές. Δυο κοριτσιών που περπατούσαν στο δρόμο. Ενός δέντρου στην άσφαλτο.


Πουθενά όμως η δική της σκιά. Γιατί δεν φωτογράφιζε τη δική της σκιά;
Τα βήματα την οδήγησαν πλάι στην παλιά λάμπα της γιαγιάς. Το παλιό ήταν που αναζητούσε. Το φως μέσα από τη διάθλαση του παλιού χειροποίητου καπέλου ετούτης της λάμπας. Έτεινε το σώμα προς τα εκεί. Τη σκιά της αναζητούσε. Το είδωλό της το σκοτεινό. Την αποτύπωσή του στο χαλί. Και μετά στον τοίχο. Στο τζάκι. Στο παράθυρο. Εκείνη και η σκιά της. Μόνες.



-Σε περίμενα καιρό τώρα.Σχημάτισε με το σώμα της μια ξαφνιασμένη κίνηση.
-Σε σένα μιλάω, ναι. Μην αρνηθείς το βήμα στη σκιά σου. Βλέπεις, χρησιμοποίησα μια μικρούλα τόση δα αντωνυμία. Είμαι σου. Αρκεί να με εμπιστευτείς.
-Μα… Γιατί τώρα; Γιατί σήμερα;
-Είναι καιρός τώρα που με καλείς κοντά σου, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Είναι καιρός τώρα που γίνομαι πυξίδα σου. Και εσύ μες στην ανόητη ταχύτητά σου δεν πρόλαβες καν….
-Μη, μη σε παρακαλώ, μη χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη. Θέλω να προλάβω. Δε με νοιάζει να προβάλλω. Αν όπως λες είσαι «μου» αυτό το μάθημα πρέπει να το έχεις εμπεδώσει.
- Για αρκετό καιρό σου είχα θυμώσει.
-Θυμάσαι τα παιχνίδια μας μικρές;
-Θυμάμαι τους νυχτερινούς μας περιπάτους στην ξένη πόλη που κάναμε δική μας. Ήσουν φλύαρη τότε…. Γιατί αλλάζεις κουβέντα;
-Τρέμω αυτά που θα μου πεις.
-Κομμένες οι κακές συνήθειες. Το τρέμω είναι ένας κερδισμένος παρατατικός σου. Δε χωράει στον ενεστώτα. Αν χωρούσε δε θα έμενε χιλιοστόμετρο για την αφεντιά μου. Βάλε το τρόπαιο στη βιτρίνα με τα κερδισμένα. Είναι καιρός τώρα που άρχισα να σε συμπαθώ και πάλι. Ξέρεις, μου θυμίζεις όλο και πιο πολύ, εκείνο το κορίτσι.
-Το μικρό που σε κυνηγούσε;
-Πιο πολύ, το άλλο, που αλώνιζε τον κόσμο.
-Κι εμένα μου έλειψε.
-Προχθές ένα πρόσωπο από τα παλιά σου είπε κάτι. Του θύμισες και εκείνου, λέει, την κοπέλα που ήξερε. Είδες που τελικά είχα κάθε λόγο να είμαι θυμωμένη; Μου γυρνούσες την πλάτη για πολύ καιρό.Με θυμόσουν μόνο όταν δινόσουν άπληστα στους άλλους, ποτέ όμως σε σένα. Σε έκρυψες καλά σε μέρος ανήλιαγο, τόσο ώστε να σε χάσεις. Και μένα μαζί σου.
-Δεν ήταν ακριβώς έτσι. Έπρεπε.. Οι συγκυρίες. Οι μελανιές στην ψυχή. Η απώλεια. Ο πόνος μπορεί να γίνει γάγγραινα.
-Και πριν από αυτό; Εκείνες οι μέρες που δε μύριζαν γιασεμί, γιατί;
-Αυτό ακόμα προσπαθώ να το καταλάβω. Ανθρώπινο κρέας μύριζε, αλήθεια…
- Αυτή η οσμή ήταν που με έδιωξε μακριά. Έφυγα γιατί δεν άντεχα. Τα λόγια που μπερδεύονταν στις άκρες των χειλιών και δεν τα άφησες να χελιδονίσουν. Τα «ναι» σου τα πολλά. Αν τολμούσες να τα στήσεις απέναντι από τον καθρέφτη μου θα έβλεπες τα τεράστια «όχι» που σχημάτιζε η αντανάκλαση τους. Κάθε ναι που έσταζε αίμα ήταν και ένα τεράστιο όχι σε σένα. Αλλά εσύ ήθελες να είσαι ευγενική. Ψάρι στο αγκίστρι των μεγάλων προσδοκιών. Δικών τους, όχι δικών σου. Τι κέρδισες; Αφού το είδες. Όταν δεν είχαν ανάγκη να πάρουν έπαψες και να υπάρχεις. Θέλεις κι άλλα να σου πω;

-Μα εγώ ξεκίνησα προσκυνητής για πόλη ιερή. Έτσι έμαθα, να δίνω, ν’ αγαπώ…
-Το ιερό είναι σχετικό. Για να δίνεις σωστά πρέπει πρώτα να δώσεις σε σένα. Αλλιώς τελειώνουν τα αποθέματα. Δίνεις από τις σάρκες σου. Και μετά, όταν φτάσεις και στο μεδούλι, είσαι τόσο κουρασμένος που δεν έχεις κουράγιο όχι μόνο να κυνηγήσεις, αλλά ούτε και να σχεδιάσεις τους στόχους σου. Αποπροσανατολισμένα τα βήματά σου. Μια πίσω, μια μπρος και τελικά στο ίδιο σημείο.
-Μα…
-Έφυγα. Για εκείνα που έβλεπα σαν το νερό να γλυστρούν μέσα απ’ τα χέρια σου. Για όσα δεν τόλμησες να πεις. Για τις εκκινήσεις που έχασες. Για τις στιγμές που βολεύτηκες στο λίγο. Όταν έβλεπες τα ξέφτια σου να ανεμίζουν και τα άπλωνες σ’ένα αύριο που οδηγούσε στην πολιτεία του «ποτέ».
-Άλλαξα. Αλλάζω. Δεν ξέρω σε ποιο υπνωτικό να αποδώσω το λήθαργο.
-Το έχεις βρει. Απλώς δε θέλεις να το ονομάσεις. Δε θα σε πιέσω. Ξέρεις πότε σχημάτισα το πρώτο βήμα της επιστροφής; Όταν εσύ ψέλλισες το πρώτο σου όχι. Ήταν τόσο χαμηλόφωνο, μόνο εγώ το άκουσα. Ένα ένα βήμα επέστρεφα. Όταν άρχισες να αφουγκράζεσαι. Όταν άρχισες χωρίς να το καταλαβαίνεις να μου δίνεις χώρο. Με τις ιδιοτροπίες μου αλλά και τα οράματά μου. Όταν άρχισες και πάλι να ονειρεύεσαι. Όταν σταμάτησες να ξοδεύεσαι. Όταν το δάχτυλό σου ήταν πολύ μικρό για να κρυφτείς πίσω του. Και ξεκίνησες να λες σε μένα και σε σένα κατάμουτρα την αλήθεια. Σήμερα ήρθα τρέχοντας. Για εκείνον τον χάρτη που σταμάτησες να κρύβεις. Επειδή τον έχεις απλωμένο εδώ και καιρό στο τραπέζι, να τον βλέπουν όλοι. Και δε σε νοιάζουν εκείνοι που θα σου αρνηθούν την πρόσκληση, ούτε εκείνοι που έχουν έτοιμο το δάχτυλο της επίπληξης, αλλά οι συνοδοιπόροι.
-Έχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δυο, το ξέρεις;.
- Ένα ένα τα κρυμμένα…
-Κι άσε τους δικαστές περί όνου σκιάς να ξοδεύονται
-Έλα, κερνάω λικεράκι…




Η καλή μου anima (http://paraxeni-giorti.blogspot.com/) έπαιξε υπέροχα και με προσκάλεσε κι εμένα να παίξω σ’ αυτό το τόσο διαφορετικό παιχνίδι και την ευχαριστώ τελικά πάρα πολύ για το παραθύρι που μου άνοιξε. Έδωσα τόπο στην αμηχανία . Δύσκολο να μιλήσει κανείς στη σκιά του. Έτσι υπαγορεύει το παιχνίδι που ξεκίνησε ο αγαπημένος φίλος kryos (http://kryos-gr.blogspot.com/), του οποίου την ανάρτηση «περί σκιάς» σας προτείνω να διαβάσετε. Από εκεί θα οδηγηθείτε σε όλους τους υπόλοιπους φίλους που επιχείρησαν, ο καθένας με το δικό του μοναδικό τρόπο, κάτι ανάλογο. Θεωρώ ότι βγήκα κερδισμένη από αυτόν τον περίπατο, και ευχαριστώ όλους τους φίλους που συνάντησα στο βάδην μου, ο καθένας είχε και κάτι να μου ψιθυρίσει.

Καλώ στο παιχνίδι την Roadartist, την Μαρία Τζιρίτα, την Αλίκη,την Ειρήνη, την Αθηνά και την Καναρινένια μου. Και επειδή είναι μεγάλη η πρόκληση, καλώ όποιον βρίσκεται σε ανάλογη διάθεση να το επιχειρήσει.

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

Περί τέχνης...

Πώς να αρνηθείς πρόσκληση σε DeeDee και Αθηνά;
Περί τέχνης μου είπαν το παιχνίδι και σιγά μη δεν έπαιζα…
Άσχετα αν είμαι λίγο της αργοπορίας….
Κορίτσια σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση.
Πρέπει να γράψουμε, λέει ο κανόνας,
1. ρητο
ή/και
2. ποιημα
και να συνεχίσουμε με έναν
3. πινακα ζωγραφικης που μας αρεσει.

1.Τώρα, αν σας πω ότι εγώ χάθηκα, γιατί μου έρχονται στο νου πολλά ποιήματα, και πολλοί πίνακες ζωγραφικής, το καθένα για διαφορετικούς λόγους θα μου πείτε τι πρωτότυπο…
Αφού όμως πρέπει να αρκεστώ στο ένα, επιλέγω για τη δεδομένη στιγμή ένα αγαπημένο του Μίλτου Σαχτούρη:


Το Ψωμί
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό ψωμί,
είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό,
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως και μία μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος
κι αυτή μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πήγαιναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό.


2.Το ρητό μου θα θεωρηθώ γραφική αν το επαναλάβω;

«Εξ όνυχος τον λέοντα»
λαική η σοφία….

3.Στο έργο τέχνης θα μου επιτρέψετε να κάνω μια παρατυπία. Μου αρέσει πολύ η ζωγραφική, αγαπημένος μου ο Κλιμτ από τους μεγάλους ζωγράφους(αν και έχω δει πίνακές του να φιγουράρουν σε κούπες, πόρτες νέας γνωστής εταιρείας και δε συμμαζεύεται, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα ,) ενώ εδώ μέσα ανακάλυψα πολλούς φίλους που πραγματικά δίνουν μορφή με τα πινέλα τους σε μικρά θαύματα,
αλλά
μου αρέσει το ίδιο πολύ και το κολάζ.
«Το colagge, παρότι φτάνει συχνά σε αδιαφιλονίκητα καλλιτεχνικά αποτελέσματα, παραμένει ένα παιχνίδι, ένα τρυκ όπως το καλειδοσκόπιο, τα παζλ, και οι μαγικές εικόνες…..είναι ένα τέχνασμα που αμφισβητεί την πείρα του βλέμματος, και άρα της συνείδησης: φτιάχνει αυτό που ούτε το μάτιούτε η φαντασία δεν έχουν αντικρίσει ποτέ. Σκοπός του είναι να δημιουργήσει ένα στιγμιαίο, διακεκομμένο , δίχως ειρμό και συνέχεια, περιθώριο λάμψης και ιλαρότητας…ένα άνισο κύμα απόλαυσης, απ’ την ενέργεια που απελευθερώνει το ξάφνιασμα. Λέγοντας τα πιο απίστευτα ψέμματα τολμάει να θρυμματίσει τον κόσμο και να τον ξαναφτιάξει με τα σπασμένα κρύσταλλα ενός καθρέφτη»
(Από το Δωμάτιο με τις Εικόνες του Οδυσσέα Ελύτη).


Το έργο είναι της λατρεμένης μου Ελπίδας Πανονίδου.

Για να το δείτε μεγαλύτερο πατήστε εδώ:

΄http://www.visualarts.gr/expositions.php?lang=1&expoId=1362

Τα σκίτσα της με είχαν εντυπωσιάσει πολύ πριν δω τα κολάζ της, πάντα με παιδικές φιγούρες, με αγάπη στο αβακωτό(σκακιέρα) με βύθιζαν σε κόσμους εσωτερικούς, υπαινιγμοί, οραματισμός και σκληρή πραγματικότητα, αντιθέσεις και συνθέσεις… Όταν όμως πρωταντίκρισα σε έκθεση τα επιτοίχια κολάζ της ένιωσα τα πόδια καρφωμένα στη γη, μαγνήτης οι δημιουργίες της, δεν ήταν η φιλία που συντόνιζε μυαλό και καρδιά, ήταν μια δημιουργία που σε αιχμαλώτιζε αυθύπαρκτη. Μικρά απειροελάχιστα κομματάκια χαρτιού στο εργαστήρι της μορφώνονται μέσα από τα χέρια της, τσίκι τσίκι, σε εικόνες και το ταξίδι αρχίζει....


Στο Micro-cosmo της Ελπιδας, τρισδιάστατες κατασκευές, κολλάζ στο χώρο και επίτοιχα έργα μικτής τεχνικής, με επιρροές απ’ τη ρεαλιστική αναπαράσταση και την ποπ κουλτούρα, προσεγγίζουν με χιούμορ και γλυκόπικρη αίσθηση, την παιδική ηλικία. Έργα στα οποία δεν υπάρχει συγκεκριμένος χώρος ή χρόνος, και στα οποία κυριαρχούν οι παιδικές μορφές – σύμβολα - , οδηγώντας το θεατή σε εσωτερικά τοπία. Μέσα από μία μίξη, ποπ διάθεσης στην προσέγγιση του θέματος και σουρεαλιστικής ελευθερίας στις συνθέσεις της, ταξιδεύει τον θεατή σε κόσμους και καταστάσεις φανταστικές. Τρεις διαφορετικές διαδρομές έκφρασης οδηγούν στο ίδιο σημείο, το εσωτερικό τοπίο. Αρχικά τα τρισδιάστατα κολάζ, παιχνίδι από χρώματα, σχήματα,διαστάσεις, επιτοίχια ή επιδαπέδια, κυριαρχούν στο χώρο. Ο όγκος και τα επίπεδα δημιουργούν απόλυτα ανάγλυφη επιφάνεια και το κολάζ ορίζει την εικόνα. Ο θεατής καλείται να ταξιδέψει, άλλοτε με αφορμή το βλέμμα ενός παιδιού-συμβόλου και άλλοτε με αφορμή κάποιο ονειρικό περιβάλλον που παραπέμπει σε εσωτερικό τοπίο. Σχέδια από μελάνι σε χαρτί ή σε καμβά, κάποια σε χρωματιστές κορνίζες και κάποια σε λευκό τελάρο, βρίσκονται κατά ομάδες στον τοίχο σαν ομαδικές συνθέσεις. Η λεπτή γραμμή από μελάνι, ορίζει τον χώρο και τον όγκο, ξεδιπλώνοντας μια εικόνα σαφή, ανθρωποκεντρική. Το τοπίο παραμένει εσωτερικό και η ματιά κάποιας φιγούρας διαρκής.Τέλος, το τρισδιάστατο ζητά τον δικό του χώρο, με αποτέλεσμα μια μικρή εγκατάσταση, που συνδέεται θεματικά με τα έργα, αφήνοντάς σου την αίσθηση πως οι ήρωες των έργων έχουν αφήσει ζωντανά τα ίχνη τους στο χώρο.

Για περισσότερα:
http://www.astrolavos.gr/astrolavos_greek/htmlpages/artists/2008/02/pavlopoulou.htm
http://www.naftemporiki.gr/t+z/story.asp?id=1474711
http://www.blackwhitemag.net/index.php?id=23,109,0,0,1,0
http://www.gcr.gr/default.asp?pid=19&nID=45&la=1
http://www.ekathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_12_20/02/2008_259882
http://www.in2life.gr/culture/theatre/articles/107791/article.aspx?apg=4
http://www.dyodeka.gr/week/arts/380
http://koyinta.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=2312&Itemid=32
http://www.operathessaloniki.gr/D888CAC9.el.aspx


Κάθε φορά και κάτι νέο. Τα χέρια συνέχεια δουλεύουν. Ακόμη και ένα χαρτομάντηλο μπορεί να πάρει εκατό διαφορετικά σχήματα, τόσο απλά, καθώς μιλάει.
Με δροσίζει, μου ανοίγει τους ορίζοντες, βγαίνει η πυξίδα και στρώνονται οι χάρτες. Και ας τρελαίνεται καμιά φορά η βελόνα της. Αυτό είναι που αξίζει…. Ένα κομμάτι γνήσιου ουρανού.
Καλώ όσους δεν έχετε παίξει να παίξετε.
(Μαρία ακούς;)

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

Συναντιόμαστε....


Παύλος Παυλίδης, Δεν είμαι απ'εδώ.

Πάει πολύς καιρός που έχω αφήσει πίσω μια αγαπημένη πόλη όπου σκόρπισα στους δρόμους της τα πέταλα από τις μαργαρίτες των ονείρων μου. Τότε που προσπαθούσα να μάθω για το καθένα απ’ αυτά αν μ’ αγαπά ή δε μ’ αγαπά…
Κλεισμένη καλά στο σεντούκι μαζί με τις μνήμες ήταν φυλαγμένη, εκεί που απιθώνει κανείς τα ακριβά και τα πολύτιμά του.
Πριν λίγους μήνες, τότε που ακόμη προσπαθούσα να καταλάβω πώς λειτουργεί ένα μπλογκ, μια παρουσία δροσερή ήρθε να μου αφήσει μια κουβέντα τρυφερή. Πρώτη κίνηση, να δω το προφίλ της. Πάτρα έγραφε στον «τόπο» και τότε ήταν που άνοιξα την παλάμη μου και είδα το κλειδί. Με κινήσεις αδημονίας άνοιξα το σεντούκι, και ξεχύθηκαν οι αναμνήσεις. Πυροτεχνήματα στον ουρανό, έμεινα να χαζεύω την ορμή και τα σχήματά τους, ομπρέλες που άνοιγαν και σκέπαζαν με φως τον ουρανό μου.



Και όταν άρχισα να γνωρίζω τον άνθρωπο πίσω από την εικόνα, μία μία να αποκωδικοποιώ τις λέξεις του, τότε όλα ξαναπήραν τη σωστή τους θέση, οι αναμνήσεις μπήκαν και πάλι στο σεντούκι, και η Πάτρα συνέχισε να παραμένει μια αγαπημένη πόλη. Πίσω από την εικόνα ήταν η Ιφιγένεια. Πίσω από τις λέξεις ένας υπέροχος, τρυφερός, δίκαιος και ζεστός άνθρωπος. Και δίπλα ακριβώς, εκεί που συνηθίζουμε οι μπλόγκερς να παρουσιάζουμε τους αγαπημένους η Ζαχαρούλα, η αδερφή της, δροσιστικό κοκτέιλ, με βασικά υλικά τον αυθορμητισμό, την αισιοδοξία, την ευθύτητα, την ειλικρίνεια, και άλλα πολλά κρυμμένα που τα ανακαλύπτω ένα ένα στην περιπλάνηση των γεύσεων ψυχής.
Αργά αλλά σταθερά άρχισε να χτίζεται μια σχέση. Σχέση γνωριμίας, σχέση εκτίμησης, σχέση σεβασμού, σχέση φιλίας, ανέβαινε ένα ένα τα σκαλοπάτια, κάθε σκαλοπάτι και μια ακόμη γενική. Όχι κτητική. Της ιδιότητας που λένε οι φιλόλογοι.
Και όσο φαινόταν η προοπτική της κλίμακας, τόσο γνωρίζαμε η μία την άλλη. Από τα μικρά. Από τα καθημερινά. Τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα. Τα δύσκολα και τα εορταστικά. Σε όλα παρέα, έστω ηλεκτρονικά. Πολλές φορές διαβάζω : πώς είναι δυνατόν να αισθάνεσαι ότι γνωρίζεις έναν άνθρωπο χωρίς να τον έχεις δει ποτέ; Πώς είναι δυνατόν να τον αισθάνεσαι κοντά σου; Μα, εμένα η ερώτηση μου φαίνεται ρητορική. Γιατί εδώ μέσα ακουμπάμε τις ψυχές μας, τόσο δίπλα δίπλα, που εκείνες μερικές φορές γίνονται διάφανες. Από τις μικρές μικρές λεπτομερειες γνωριζόμαστε, και εγώ πάντα επιμένω: εξ όνυχος τον λέοντα!



Και ο όνυξ αυτή τη φορά ήταν η απόφαση της Ζαχαρούλας να κάνει 800 χιλιόμετρα για να έρθει να ειδωθούμε από κοντά. Γιατί τι πιο ανθρώπινο από την ανάγκη για την διαπροσωπική επαφή; Τι πιο αληθινό από τις ματιές που ανταλλάσονται; Γιατί ακόμη κι αν οι λέξεις καμουφλάρουν σύμφωνα με τους επικριτές μας, τα μάτια δεν μπορούν ποτέ να πουν ποτέ ψέμματα. Ειδικά αν έχεις εξασκηθεί στην ανάγνωση….
Δε μας διέψευσαν οι ματιές που ανταλλάξαμε. Αντιθέτως. Στερέωσαν ακόμη πιο γερά τα θεμέλια μιας νεογέννητης φιλίας.


Δυο νέα παιδιά, η «Ζαχαρούλα» και ο Κώστας ταξίδεψαν τόσα χιλιόμετρα μόνο και μόνο για αυτό. Όταν βρεθήκαμε, υπήρχε η αίσθηση ότι γνωριζόμασταν από παλιά. Διάχυτος ο ενθουσιασμός, φίλοι που αντάμωναν από καιρό, δεν υπήρχαν άγνωστοι πουθενά…, ούτε καν σε συννεφάκι σκέψης. Τα χέρια σφράγισαν, ο χρόνος φόρεσε τα καλά του, το κλικ της φωτογραφικής μηχανής τον αποτύπωσε με αυτή του τη διάθεση και εμείς χορεύαμε μέσα στην πανηγυρική παρένθεσή μας!
Συναντιόμαστε, λοιπόν, δεν είμαστε τυπογραφικοί χαρακτήρες, δεν είμαστε φιγούρες ηλεκτρονικές, είμαστε ανθρώποι που σε άλλη περίπτωση ίσως και να μη μας έφερναν κοντά τα σταυροδρόμια της ζωής, ίσως και να μην βρισκόμασταν ποτέ.


Κρατώ τις όμορφες στιγμές, κρατώ τα ειλικρινή χαμόγελα και την απλότητα των δυο μου φίλων, του Κώστα και της Χαράς και θυμώνω με τον εαυτό μου, για τις φορές εκείνες που βρίσκω ή μάλλον επινοώ εμπόδια στις αποφάσεις μου να τολμήσω να ταξιδέψω μακριά για να βρεθώ με ανθρώπους αγαπημένους. Γιατί τελικά τίποτα δεν είναι ανέφικτο αν πραγματικά το επιθυμείς, αν οριοθετήσεις σωστά τις προτεραιότητές σου και δεν είσαι αγκυλωμένος σε ένα ασφυκτικό πρόγραμμα που σου έχουν μάθει να υπηρετείς!
Χαρά, Κώστα, σας ευχαριστώ για τη ζεστή σας παρουσία! Χάρηκα πραγματικά που ήρθατε στα μέρη μας!

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Οκτώ


Οκτώ τα κεράκια που μετράει σήμερα…
Κι άλλα δέκα τα χρόνια που ονειρεύεται για να ανοίξει τα φτεράκια της.
Θέλει να γίνει φωτογράφος στο Παρίσι.



Οκτώ τα δικά της κεράκια. Χίλια δεκαοκτώ τα δικά μου αντικλείδια που μου χάρισε για τις πόρτες του ουρανού της. Μην τύχει και χάσω το κλειδί. Απλώνει τα χεράκια της και με προσκαλεί πάντα στη δική της χώρα. Ανέφελος ο ουρανός, ανοίγω την πρώτη πόρτα και στέκομαι μαθήτρια στο δικό της σχολείο. Δεν είναι επτά τα θαύματα εκεί. Είναι αμέτρητα, κάθε βήμα και μια αποκάλυψη. Ξαναγίνομαι παιδί, αναθεωρώντας μεγαλώνω απ’ την αρχή. Μαζί της.

Μικρός άτλαντας εκείνη, κρατά τον κόσμο μου, τον κόσμο μας στα χέρια της.
Δεν το καταλαβαίνει το βάρος. Για κείνην ο κόσμος είναι ένα παιχνίδι, μια μικρή γυάλινη σφαίρα που την αναποδογυρίζει για να χιονίσει «αστέρια»…Κάποιες φορές την αναποδογυρίζουμε μαζί. Και τότε όλα μοιάζουν τόσο μαγικά εύκολα... Πώς το άσπρο μαύρο μπορεί να πάρει αποχρώσεις; Αναρωτιόμουν κάποτε. Μαζί της το ανακάλυψα, έτσι όπως εκείνη γεμίζει μελωδίες το δωμάτιο χαιδεύοντας απαλά με τα τρυφερά της χεράκια τα ασπρόμαυρα πλήκτρα του πιάνου. Ναι, έτσι γεννιέται το χρώμα, έτσι και η μουσική, ένα απαλό χάδι γίνεται ηχάδι… τόσο απλά…

Οκτώ τα κεράκια που σβήνει σήμερα. Κι εγώ άρχισα να βλέπω σαν ανθρωπάκια τους αριθμούς,αχ και να μπορούσα να τους ζωγραφίσω,γυρνώντας πίσω, στη στιγμή που πρώτη φορά αντίκρισα το προσωπάκι της. Ένα τόσο δα μικρούλι ανθρωπάκι με πολλά πολλά μαλλιά!

1 και βλέπω να ισιώνει το κορμάκι και να κάνει τα πρώτα βηματάκια.
2 σα σαλιγκαράκι, υψώνει τις κεραίες να αφουγκραστεί τον κόσμο.
3 ανοίγει τα χεράκια, να αγκαλιάσει, να διεκδικήσει
4 και έρχεται η λογική με τις ευθείες της και τα τετράγωνά της
5 Λογική και συναίσθημα. Ευθεία και καμπύλη σε συνύπαρξη.
6 Στροφούλα, εξωστρέφεια…
7 Περπατά καμαρωτά με τα πρώτα της όπλα
8 Και παίρνει σχήμα. Καμπύλες που μορφώνονται για να δώσουν τη γυναίκα….


Μια η ευχή που της κρατώ: Να ανεμίζει πάντα ψηλά τη σημαιούλα της ψυχής της , όπως σήμερα !


Κι άλλες τόσες αυτές που στέλνω στα άστρα, όχι καμία πρωτοτυπία. Η κουκουβάγια το κουκουβαγιάκι… Αυτό είναι όλο. Αυτό είναι όλα.



Η μουσική είναι το mother's journey του Yann Tiersen, γιατί της αρέσει το πιάνο αλλά πολύ περισσότερο η Αμελί και η μουσική της.