Κοίταξε κλεφτά το ρολόι του. Ήταν μία παρά τέταρτο. Προλάβαινε δεν προλάβαινε. Η μικρή σχολούσε στις 1 και είκοσι.
1 Δεκεμβρίου. Σε λίγες μέρες θα έμπαιναν για τα καλά στο εορταστικό κλίμα. 80 χρονών κόντευε, όμως πάντα με μια γλυκιά νοσταλγία τα περίμενε τα Χριστούγεννα, μερικές φορές μάλιστα ξεχνιόταν και φερόταν σαν παιδί. Με ανυπομονησία. Τα βήματά του τον οδήγησαν γρήγορα στο βιβλιοπωλείο της κεντρικής πλατείας. Οι Χριστουγεννιάτικες κάρτες φιγουράριζαν ολοκαίνουριες δεξιά στη γωνία.
-Πόσο πάει αυτή; Ρώτησε κρατώντας μια κάρτα με ένα ανάγλυφο δεντράκι στο πρόσθιο φύλλο της. Είχε και μουσική, α, σίγουρα αυτή θα εντυπωσίαζε τα ξαδέρφια του, εκεί στην Αμερική έχουν του κόσμου τα καλά, δε μπορούσε να στείλει ό,τι κι ό,τι….
-3.70, του απάντησε κοφτά η πωλήτρια.
Μέτρησε τα ψιλά στην παλάμη του, ίσα ίσα έβγαιναν, σκέφτηκε ψελλίζοντας ένα «χαλάλι». Πλήρωσε και χάθηκε στην κοσμοβουή.
-Πότε θα αρχίσετε Αγγλικά στο σχολείο; Τη ρώτησε.
-Του χρόνου, παππού. Του χρόνου. Και μετά θα μάθω και γαλλικά. Θα σε πάω στο Παρίσι, όταν μεγαλώσω….
-Θα κερδίσουμε το λαχείο και θα σε πάω πρώτα εγώ στην Αμερική, να γνωρίσεις τα ξαδέρφια σου εκεί, το ξέρεις ότι έχεις και εκεί ξαδέρφια;
Το βλέμμα του χάθηκε για λίγο. Αλήτεψε ξυπόλυτο στις αλάνες που έπαιζε βόλους με τα ξαδέρφια του …., στα γρατζουνισμένα από το σκαρφάλωμα γόνατα, στις ζαβολιές και τις αθώες τους συνομωσίες. Τώρα ο Θωμάς έγινε Τόμας και ο Νικόλας Νικ. Έχουν ένα σπίτι τεράστιο εκεί στην Αμερική…
-Έλα, μπαμπά, πες μου, είμαι στην πόρτα.
-Πήρα μία κάρτα, όποτε μπορέσεις θα γράψεις ένα χρόνια πολλά και δυο γραμμές στα ξαδέρφια μου στην Αμερική; Μόνο ότι είμαστε καλά και ότι τους περιμένουμε….Όχι πολλά λόγια. Και όποτε μπορέσεις. Έχουμε μέρες.
-Καλά, καλά, θα στείλω τον Γιώργο να την πάρει, μην ανησυχείς, έχουμε μέρες, θα την γράψω….
-Σ’ ευχαριστώ, κορίτσι μου.
-Σ’ αφήνω, όμως, μπαμπά, βιάζομαι.
Έβγαλε την κάρτα πανηγυρικά από το συρτάρι και την ακούμπησε στον καρυδένιο μπουφέ. Αν έλειπε, να την έβλεπε ο Γιώργος.
-Τι είναι αυτό; Ρώτησε η γυναίκα του.
-Για τα ξαδέρφια μου στην Αμερική. Θα γράψει η Ελένη δυο λόγια.
-Θα θέλουν να έρθουν, να κάνουν τσάμπα διακοπές, τι τα θες βρε Χριστιανέ να τους γράψεις; Τόσα χρόνια τι έπαθες που δεν τους έγραφες;
-Είχαμε χαθεί, ψέλισσε, μα δε συνέχισε την κουβέντα. Ήξερε ότι ήταν μάταιο….
-Ναι, παππού, αλλά όχι σήμερα, μια από τις επόμενες μέρες, καίγομαι, άφησέ την στη γιαγιά και θα έρθω να την πάρω….
-Σ’ ευχαριστώ κορίτσι μου, δυο λόγια μόνο και ότι είμαστε καλά, δε θέλω να σε βγάλω από το πρόγραμμά σου…
Εκείνη την ώρα άκουσε τη φωνή του μεγάλου του γιου. Επιστήμονας, δυο δουλειές έκανε για να τον σπουδάσει. Αλλά χαλάλι του, το άξιζε και με το παραπάνω. Όλη η πόλη τον σέβεται, τον εκτιμά, δεν έχει μείνει μόνο στην επιστήμη του, έχει όραμα, ο κόσμος τον ψηφίζει στις εκλογές….
–Μήπως πριν φύγεις θα μπορούσες να γράψεις δυο γραμμές σ’ αυτήν την κάρτα , γιε μου; Μόνο δυο λόγια και ότι είμαστε καλά. Μια που θα περάσω από το Ταχυδρομείο σήμερα….
-Βιάζομαι αυτή τη στιγμή, πατέρα. Αστην εδώ και θα έρθω αύριο να στην γράψω…
-Έλειψα ποτέ εγώ, βρε μικρούλα, από γιορτή σου για να λείψω τώρα; Τι είναι αυτά που ρωτάς;
-Το κέρδισες το λαχείο, παππού;
Το λαχείο… Για εκείνο το ταξίδι. Η κάρτα. Για εκείνο το μέρος. Για το αίμα, που δε γίνεται νερό, που μιλάει, που κραυγάζει, που επαναστατεί….
-Γιατί πάμε πιο γρήγορα, παππού;
-Έχω μια δουλίτσα, καρφιτσούλα μου, πρέπει να προλάβω κάτι, όσο μπορείς άνοιξε το το βηματάκι, μη μου κουραστείς κιόλας….
Γύρισε το κλειδί, δε θυμάται καν αν χαιρέτησε, άρπαξε την κάρτα από τον μπουφέ και κατευθύνθηκε τυφλά, σχεδόν ενστικτωδώς στο ταχυδρομείο.
-Συγγνώμη για την ενόχληση, μήπως μπορείτε να μου γράψετε πώς είναι το «Καλά Χριστούγεννα» στα Αγγλικά; τον ρώτησε προτείνοντάς του μία καρό χαρτοπετσέτα…
-Μα, τι λέτε, δεν είναι τίποτα, προσφέρθηκε το αμούστακο παιδί.
-Χίλια ευχαριστώ, παιδί μου….
Ο νεαρός σχημάτισε τη φράση με δυσκολία στην ανάγλυφη, μαλακή επιφάνεια της χαρτοπετσέτας, και ο κυρ Κώστας ένα λεπτό αργότερα προσπαθούσε να ζωγραφίσει τις λέξεις στο λευκό εσωτερικό της κάρτας.
-Μήπως θέλετε να σας το γράψω εγώ;
-Να μη σε βάζω σε κόπο παιδί μου.
-Κανένας κόπος, ούτε ένα λεπτό δε θα μου πάρει, αλλά…. Πείτε μου, τι ακριβώς θέλετε να κάνετε;
Ένας ολόχρυσος ήλιος ανέτειλε μέσα από το χαμόγελο του παππού.
-Στα ξαδέρφια μου στην Αμερική θα την στείλω, να έχω και την διεύθυνση εδώ, είπε καμαρώνοντας καθώς έβγαζε από την άλλη τσέπη το φάκελο με το γράμμα που είχε λάβει…
-Θέλετε να γράψουμε και κάτι ακόμη; πρότεινε γενναιόδωρα ο νεαρός. Εδώ βλέπω έχει και διεύθυνση e-mail. Έχεις εγγόνια παππού; Έχουν υπολογιστή;
-Μα, ναι. Δύο υπέροχες εγγονές. Υπολογιστή;
-Ναι, κομπιούτερ.
-Α, κομπιούτερ! Ω, ναι, το καλύτερο έχει η μεγάλη, πριν δυο μήνες της το έκανα δώρο εγώ από τις οικονομίες μου, μας έφερε τους καλύτερους βαθμούς, μη νομίζεις όμως ότι θα αφήσω παραπονεμένη τη μικρή.
-Μπορείς, λοιπόν να στείλεις e-mail κάποια στιγμή, γράμμα από το κομπιούτερ δηλαδή, μπορείς να στείλεις και φωτογραφίες και σε ένα λεπτό, τσουπ, εκεί θα είναι….. Τι άλλο να γράψουμε στην καρτούλα, για πες μου.
- «Είμαστε όλοι καλά και το ίδιο ευχόμαστε δι’ εσάς». Είναι εντάξει παιδί μου, σ’ ευχαριστώ, χίλια καλά να σου δίνει ο Θεός.
-Να σαι καλά κι εσύ, παππού. Καλά Χριστούγεννα!
Περνώντας μπροστά από το καφενείο χαιρέτησε με ιλαρή φωνή τον σερβιτόρο που άλλαζε βάρδια. Δεν προχώρησε όμως παραπέρα. Καιρό τώρα, όταν έπινε το δεκατιανό καφεδάκι του παρατηρούσε το μαγαζί που είχε ανοίξει απέναντι. Νεαροί μπαινόβγαιναν όλη μέρα και κάθε φορά που κρυφοκοίταζε να διακρίνει πίσω από το φυμέ τζάμι τους έβλεπε όλους καθισμένους μπροστά σε έναν…. υπολογιστή.
«Τσουπ, σε ένα λεπτό…» βοούσαν με τυμπανοκρουσίες οι λέξεις στο κεφάλι του.
Πέρασε την πόρτα. Μια κοπέλα σχημάτιζε απανωτές φούσκες με την τσίχλα της στο ταμείο. Στάθηκε μπροστά της. Έβγαλε από το πορτοφόλι του πέντε έξι φωτογραφίες. Τα παιδιά μικρά, τα παιδιά σήμερα, οι γιοι του, οι νύφες.
-Θα ήθελα να στείλω αυτές τις φωτογραφίες με –έβγαλε την τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα και άρχισε να διαβάζει συλλαβιστά- ι μ έ ι λ παρακαλώ….