Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Το χειροκρότημα



"Τα κρέατα είναι σημερινά,του είχαν πει  θα λες.Κάθε πρωί έρχονται φρέσκα."


Το έμάθε το παραμύθι και το πουλούσε. Την πρώτη μέρα ψιλοτραύλισε,τη δεύτερη απέφυγε τη ματιά,την τρίτη τόλμησε. Κοίταξε τους πελάτες κατευθείαν στα μάτια και πέτυχε. 

Τη δουλειά την είχε αναγκη.

"Μέσα στην κουζίνα θα είσαι τυφλός ρε,αν θες να μείνεις",του είχε πει ο άλλος,"έξω όμως θα πετάνε σπίθες τα μάτια σου,μέχρι και η πλάτη σου θα βλέπει, θέλει μπλα μπλα καλό το μπουρμπουάρ",τρία χρόνια εκεί μέσα είχαν δει και  είχαν δει τα μάτια του,"αλλά τζαμι, ρε,τη βγάζω",του πε,και υπάκουσε.

Το βούλωσε και όταν είδε το αφεντικό να φτύνει μες στο λάδι, για να δει αν έκαψε. 

"Ορίστε και οι πατατούλες,να ν' καλά ο Καποδίστριας",έμαθε πια να πουλάει και πνεύμα,απ' τα λίγα που θυμόταν από το γυμνάσιο. 

Εκείνη όταν ήρθε ήταν ίδια, δέκα χρόνια είχαν περάσει, σ' εκείνον έδειχναν,παλικάρακι πια, όμως εκείνη  απαράλλαχτη. Τον χαιρέτησε κοιτώντας τον στα μάτια,με καμάρι, πάντα καμάρωνε για όλους, έβρισκε έναν λόγο για κάθε μαθητή να δηλώνει περήφανη.

"Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, Γιώργο! Άντρεψες! "

Με το μπλοκάκι στο χέρι, είχε αρχίσει ήδη να ιδρώνει," κι εγώ κυρία,τα κρέατα μας είναι σημερινά",ξεκίνησε και μετά δέθηκε η γλώσσα του.

Θυμήθηκε τον εαυτό του ντυμένο Διόσκουρο στην παράσταση τους,να ξέχνα τα λόγια και πίσω από την αυλαία να του τα θυμίζει.

Θυμήθηκε και το χειροκρότημα,το πρώτο και μοναδικό χειροκρότημα στη ζωή του, σ' αυτόν,τον τελευταίο μαθητή,τον στάσιμο δύο χρονιές στην πρώτη,με την παύλα στο όνομα πατρός.

"Τι ορνιθοσκαλίσματα,ρε μαλάκα, είναι αυτά,Πάρκινσον έπαθες;" γκρίνιαξε  το αφεντικό με την παραγγελία. 

Να την προσέξουμε είπε,"σιγά τη Δούκισσα"πήρε απάντηση,και τον είδε που στα μουλωχτά έριξε το τελευταίο έξι ημερών μπιφτέκι στα κάρβουνα,"πρώτα να φεύγουν τα παλιά ", έλεγε πάντα.

Είχε επιμείνει στο μπιφτέκι ο Γιώργος, "Πεντανόστιμο. Η σπεσιαλιτέ μας",γιατί είχε δει το πρωί τη φρέσκια φουρνιά. Το σιτεμένο δεν το υπολόγισε. 

Έσταζαν τα υγρά του κρέατος στην ψησταριά, έσταζε ο ιδρώτας του όπως ψηνόταν η ζωή με την μπέσα, δε του πήρε και πολύ,"αφεντικό ζαλίζομαι",του είπε και όπως μόλις είχε σερβιριστεί το μπιφτέκι στο πιάτο, το άρπαξε και μπούκωσε με το μισό το στόμα του.


"Τι κάνεις ρε μυξιαρικο,την παραγγελία τρως;",προσγειώθηκε η χερούκλα  στο μάγουλο του. Έκαιγε το μάγουλο,ζεματίστηκε  η γλώσσα που  κατάπιε απότομα το αχνιστό μπιφτέκι,την ξεροψημενη ειλικρίνεια,το αρπαγμένο φιλότιμο.

"Καμένο  χαρτί είσαι ρε,δε κάνεις για τη δουλειά αλήτη, μπάσταρδε."

Στάθηκε ακίνητος, βουβός,έκθετος. 

Τσουρουφλισμένες συλλαβές πάσχιζαν να ακουστούν από το υποβολείο κοντά στο στήθος: "Τώρα το χειροκρότημα"...


Το μόνο που ακούστηκε ήταν η αγωνία του συναδέλφου: 

"Παραγγελία στο πέντε ρε, τρέχα…"

Έβγαλε από την τσέπη το μπλοκακι,το ακούμπησε στο πάσο. 

"Μας τελείωσαν,ΑΛΤ",αυτοσχεδίασε το εξόδιο άσμα.

Ο ίδιος έτρεξε.

Να προλάβει το επόμενο  λεωφορείο.


                                                                                                                          Ευδοκία Φανερωμένου



Σκίτσο: Sergio Toppi



1 σχόλιο:

ΑΧΤΙΔΑ είπε...

Αγαπημένο μου κορίτσι σε βρήκα ξανά!!!! Πόσο δίκιο έχει η ιστορία σου να ξέρεις. Το ξέρω από πρώτο χέρι από δύο πηγές, αν βρεθούμε ποτέ θα σου τα πω.