Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

Εικονολόγιο...


Μικρή ποτέ δεν κρατούσα "φυτολόγιο". Παρατηρούσα με καμάρι τους συμμαθητές μου να αποξηραίνουν επιμελώς φυτά και άνθη στις όμορφες σελίδες των φυτολογίων τους. Να μου ανοίγουν με ευλάβεια τα φύλλα τους, όπως το αποσπούσαν από το ντουλαπάκι με τις υπόλοιπες συλλογές. Από κέρματα, χαρτοπετσέτες, κόλλες αλληλογραφίας, γραμματόσημα.

Τη δική μου συλλογή, το ΕΙΚΟΝΟΛΟΓΙΟ  μου, ποτέ δεν την έβγαλα από το ντουλάπι μου σε κοινή θέα. Της στέρησα οποιαδήποτε ευλάβεια και καμάρι. Κρυφή τη συντηρούσα, στην πίσω γωνία του ερμαρίου μου, κάτω από  μαντήλια αρωματισμένα.
Σήμερα, που την άνοιξα,  της πρόσθεσα τρεις εικόνες. Τη στόλισα με το ανάλογο θράσος. Και μοιράζομαι τις τρεις τελευταίες σελίδες της.  Εικόνες  των δύο τελευταίων ημερών  από τη γενέθλια γη της παιδικής μου ηλικίας, σε ένα ξεχασμένο από τους πολλούς χωριουδάκι, λίγο βόρεια από τη βάση μου. Είναι η εποχή των αηδονιών, των πυγολαμπίδων και της φλυαρίας των φύλλων τις βραδιές. Η εποχή, που έστω και για λίγο παραμονεύω τις μέρες για να βρεθώ παρενθετικά στο κοίλωμά του...

Και ήταν αυτές η Θωμαή με την περίεργη παρέα της. Μπροστά εκείνη και πίσω ο σκύλος και το πρόβατο. Στον μπακάλη, στην πλατεία, στη γειτόνισσα, κάθε που η Θωμαή μου έσκαγε μύτη, ακολουθούσε ο σκύλος και το καφετί πρόβατο. Ένα πρόβατο μόνο του. Χωρίς κοπάδι. Ένα πρόβατο που κάποια στιγμή, όταν ο φίλος του, η μοναδική παρέα του, άρχισε να τρέχει με την παρέα των σκυλιών που κατέφθασαν στα λημέρια του, εκείνο έδωσε τόση δύναμη στις οπλές του που η ταχύτητα ξεπέρασε αυτή των υπολοίπων ομοειδών τετράποδων. Ένα πρόβατο με αυθεντική πλέον σκυλίσια συμπεριφορά. Για ποια κλισέ να τολμήσω να ομιλήσω...

Και ήταν και πάλι η πολύχρωμη εικόνα των μνημάτων, κάθε Δεύτερη μέρα του Πάσχα  στο ξεχασμένο χωριό των Ποντίων μου. Παιδιά. Πολλά παιδιά γύρω από φούστες και κουστούμια. Μάζευαν σοκολάτες, καραμέλες, γλυκίσματα και πίτες... Εν είδει διαγωνισμού τα μάζευαν. Εγώ τόσα, εσύ πόσα; Και χαίρονταν στα μνήματα οι μεγαλύτεροι. Για την προσφορά και το  συναπάντημα. Με εκείνους που είχαν φύγει. Και έδινε το τσίπουρο κόκκινο φιλί στα μάγουλά τους. Και ξόρκιζε η αψάδα του τη σιωπή. Πώς να την ενοχλήσω με λέξεις;

Και έπειτα κατεβαίνοντας, λίγο έξω από την πόλη, ακριβώς στα δεξιά, ο πρόχειρα στημένος καταυλισμός των προσφύγων. Ένας στρατιώτης έπαιζε μπάλα με ένα μικρό προσφυγόπουλο. Για ποια γλώσσα να ομιλήσω ...Ίσως της καρδιάς. Λάθος. Σίγουρα της καρδιάς.



Φανερωμένου Ευδοκία


Δεν υπάρχουν σχόλια: