Το να αιφνιδιάζεσαι ευχάριστα είναι πάντοτε
ένα ακριβό συναίσθημα, ίσως λόγω της σπανιότητάς του. Το να επιλέγεις κάτι και να σου προκύπτει η αίσθηση
ότι σου δωρίζεται με σεβασμό που γεμίζει την αύρα του χώρου πληθωρικά είναι
ακόμη πιο σπάνιο.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η αναγνωστική μου σχέση με το
" Οι δυο ώρες ύπνου και το memento mori ενός συγγραφέα". Το παρήγγειλα, χωρίς να έχω αντιληφθεί επακριβώς τη φόρμα,
το μέγεθος, το περιεχόμενο. Το παρήγγειλα
με σιγουριά και με τη βεβαιότητα της ποιότητας που συνοδεύει τη γραφή
του Τάσου Αγγελίδη
Γκέντζου. .
Περίμενα ένα βιβλίο. Παρέλαβα μία
έκπληξη. Μια ιδιαίτερα επιμελημένη έκδοση, σε διαφορετική φόρμα από ένα κλασικό βιβλίο, με υφή βελούδινη και
αισθητική πολύ κοντά στη δική μου προτίμηση, που έπαιζε με το άσπρο μαύρο.
Όταν ένα βιβλίο διεκδικείται από
όσους αντιλαμβάνονται την παρουσία του
στο τραπέζι και πολιορκείται πριν την
ανάγνωσή του, χωρίς καν πρόταση από τον κτήτορα-αναγνώστη του, αυτό από μόνο
του έχει να πει πολλά. Και δεν έχει να κάνει με την εμμονή στο φαινομενικό και
την αισθητική. Είναι για όσους αγαπούν το βιβλίο το πρώτο σκαλί μιας σχέσης στην
οποία έχουν αποφασίσει να αφιερώσουν τον
–πολύτιμο- χρόνο τους.
Memento mori, λοιπόν. Μια φράση
κλωστή που οδηγεί τον αναγνώστη να υφάνει τη σκέψη του σε πολλά επίπεδα. Η
ελευθερία που του δίνεται, ωστόσο, στην επιλογή του σχεδίου είναι αποτέλεσμα
της μαεστρίας του συγγραφέα, που δεν καθοδηγεί αλλά δίνει τις αποχρώσεις και προκαλεί. Τα θέματα που τίθενται πολλά, όμως οι
απαντήσεις είναι προσωπικές. Χωρίς μίζερους διδακτισμούς και επεξηγήσεις,
τολμηρά θίγονται όλα, τα μικρά και τα μεγάλα ενώ οι πολιορκητικές μηχανές που καλά κρύβονται στα κάστρα του καθενός
εμφανίζονται στο προσκήνιο και ενεργοποιούνται.
Δυο φίλοι. Ένα όνειρο. Και
ευρήματα συγγραφικά ως το τέλος, που παιχνιδίζουν ανάμεσα στον υπερρεαλισμό και
το ρεαλισμό και διατηρούν ακμαίο το αναγνωστικό ενδιαφέρον ως το τέλος του
βιβλίου, χωρίς «κοιλιά» σε κανένα σημείο του. Η αφήγηση που φαίνεται ηθελημένα να αποδομεί τη λογοτεχνική γραφή,
σχεδόν προφορική, με μια χαρισματική οικειότητα, μεταφέρει τον αναγνώστη σε
πολύ γνωστές του, καθημερινές καταστάσεις-στιγμές, απλές μα συνάμα πολύτιμες, στιγμές
που ίσως η βαρύτητά τους περνά υπό
φυσιολογικές συνθήκες απαρατήρητη: μια βόλτα με το φίλο στο βουνό, η συνομιλία
στο αυτοκίνητο με το συνοδηγό, η παρέα προς το καφενείο του χωριού ή προς το
σπίτι του γείτονα. Ωστόσο, αυτό το τόσο γήινο και ανθρώπινο της κουβέντας που
εδράζεται σε συνειρμούς, της «μιλητής» παρέας σε ένα μονοπάτι ενός χωριού μέσα σε όλη τη ροή ενός ήθελημένου συναπαντήματός τους
ξεσκεπάζει στοχασμούς μεταφυσικούς και μη.
Σε όλο αυτό το οικείο σκηνικό έρχεται πολύ
όμορφα αιφνιδιαστικά να προστεθεί μία ακόμη συνομιλία. Μια συνομιλία τεχνών.
Οι εξαιρετικές φωτογραφίες του Παναγιώτη Κουντουρά που θα μπορούσαν να αποτελούν αυτόνομα έργα τέχνης, συνοδεύουν σχεδόν αποκαλυπτικά το κείμενο και
ανοίγουν διάλογο με αυτό. Και αυτή η πρόταση, της νέας κειμενικότητας και
αλληλοσυμπλήρωσης παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον αλλά και λειτουργεί ως
βιταμίνη αναγνωστική.
Ένας Αγγελίδης Γκέντζος
διαφορετικός, κόντρα σε προηγούμενες γραφές του, κάτι που αυταπόδεικτα
πιστοποιεί τη συγγραφική του δεινότητα.
Memento mori. H ζωή που κυλά ακόμη πιο όμορφα μέσα από
τη συνειδητοποίηση του θανάτου. Η ζωή που εμπεριέχει με έναν τρόπο μαγικό
εκείνους που έφυγαν. Ο Τάσος Αγγελίδης
Γκέντζος αμβλύνει γωνίες και απαλύνει. Memento mori. Μια πρόταση ζωής που μπορεί να
καυχιέται για τη ζωντάνια της!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου