Ένα καλοκαιρινό φόρεμα φορούσε η ακακία, να
στέλνει τις ανταύγειες το φεγγάρι στα φύλλα της και κείνη με μια απαλή σπρωξιά να τις γλιστρά απαλά στους περαστικούς που ξαπόσταιναν στο
παγκάκι πλάι στο τεχνητό γρασίδι της πλατείας.
Άπνοια, γλυκιά βραδιά, ιουλιάτικη,
γεννοβολούσε σκέψεις με πουπουλένιο βάρος.
Συνεπής δεσμώτης της συνήθειας
αλλά και της τήρησης ωραρίων, λες και είχε κλεισμένη τη θέση στο παγκάκι,
βόλεψε την τσάντα της, ακούμπησε το νερό της και άναψε τσιγάρο. Η πρώτη ματιά χαρισμένη, κάθε βράδυ στη
φυλλωσιά της ακακίας, να κλέψει λίγο από το φως, να αλαφρώσει από την εκάστοτε
σκέψη που τη βασάνιζε, να της επιστραφεί μεταλλαγμένη σε μουρμουρητό ονείρου. Στη
δεύτερη ματιά την είδε. Μια νεαρή, μελαμψή αθίγγανη, με ένα «γατί» στην
αγκαλιά, ένα μωρό τόσο μικρό, που σίγουρα μετρούσε ελάχιστες μέρες ζωής. Πολύ γρήγορα
παρατάχτηκαν σε κύκλο γύρω της πέντε γυναίκες, λειτουργοί σε μια ιδιότυπη ιεροτελεστία. Τώρα
η νεαρή μάνα είχε ακουμπήσει το νεογνό στην πρόχειρη πάνα και σταύρωνε τα
ποδαράκια και τα χεράκια, το ξέπιανε, το γύμναζε λες για τη ζωή, του
μουρμούριζε λόγια αγάπης, σαν να του
υποσχόταν, ξανά και ξανά, κάθε κίνηση και υπόσχεση, κάθε κίνηση και σταλαγματιά
μητρικού πολτού… Οι άλλες σα νονές, παρακολουθούσαν εντατικά, ύφαιναν σα μοίρες
στο στημόνι της νέας ζωής τις πολύχρωμες κλωστές τους, ξόρκιζαν λες, μουρμουρίζοντας στη γλώσσα τους, φωνασκούσαν, συμβούλευαν. Η
μάνα το κανάκευε, εκείνο όμως έκλαιγε, πεινούσε, ίσως και να τρόμαζε από την
εισβολή του κόσμου στα νεοφώτιστα ματάκια του. Και μόνο όταν ακούμπησε στη θηλή
της, όλα σίγησαν, κι εκείνο, και οι νονές και η ανάσα της ακακίας. Μόνο η
λαίμαργη ρουφηξιά του ακουγόταν παλμός ζωής στη νύχτα.
Πήρε την
τσάντα της όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, να μην ταράξει την ησυχία της ζωής που έξαινε
την απλότητα και το μεγαλείο της.
Δυο κυρίες που
περνούσαν δεν είχαν την ίδια γνώμη…
-καλέ, κοίτα
κοίτα, ασαράντιστη, μες στη βρώμα, κάθεται και το θηλάζει.
-Ε, γυφτάκια,
συνηθiσμένα είναι αυτά, αντέχουν…
z
Ο Νοέμβρης και
πάλι δεν πρωτοτύπησε. Βροχερός, ρομαντικός και κρύος, τσουλούσε ατίθασα τα
τελευταία φύλλα από το κλωνάρι τους για να χρωματίσει το πλακόστρωτο της πλατείας
με την γήινη υγρασία του.
Στεκόταν μπροστά στο θολωμένο απ’ τον αχνιστό καφέ τζάμι παρακολουθώντας
τεμπέλικα, κάνοντας το διάλειμμά της, την πτώση ενός φύλλου, λίγο πριν
σχηματίσει το τριπλό νούμερο.
Δυο
νεαροί σ’ ένα περίπτερο αγόραζαν εφημερίδες, δύο σύν ένα δώρο.
Δυο μαινόμενες κυρίες διεκδικούσαν το τελευταίο ταξί της
πιάτσας. Ασθμαίνοντες περαστικοί με ταχυντικούς ρυθμούς. Ομπρέλες ανοιχτές τα
στόματά τους, γέρναν προς τα κάτω, αυτόματα ανοιγμένες στην υγρασία των ματιών.
Τα ηλιόλουστα πρόσωπα ακριβή πολυτέλεια πλέον, τυπωμένη σε σελίδες περιοδικών. Παιδιά
παχύσαρκα, αχτένιστα έσερναν βαριά τα βήματά τους στην γωνιακή κρεπερί.
Και κάπου εκεί
ένας άγγελος. Ένα αποστεωμένο κοριτσάκι
είχε κλείσει στρείδι τα χεράκια πάνω από το κεφάλι. Στρείδι και η ψυχούλα του,
το μαργαριτάρι της δεν είχε δει ακόμη
φως ήλιου. Υπέμενε αθόρυβα το μένος των χτυπημάτων του ενήλικα κηδεμόνα
του. Εκεί, στο κέντρο της πλατείας. Ο κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Λοξές ματιές στο περιστατικό, και μετά πάλι ευθεία. Η
κραυγή που ξεχείλιζε από την εμβρυική στάση του λαβωμένου πλάσματος αδύναμη να
διαπεράσει τα τύμπανα βαρήκοων περαστικών. Κι αν κρατάει σουγιά; Κι αν είναι πιωμένος; Δεν ξέρεις. Εν βρασμώ… Δεν είναι
καιρός για ηρωισμούς. Άλλωστε ένα γυφτάκι είναι. Συνηθισμένα είναι αυτά,
αντέχουν.
Λίγο πιο πέρα
ένας μετανάστης ρεκλαμάριζε την τέχνη
του μορφώνοντας κοχλιωτά μικρά ροζ συννεφάκια.: «Εδώ το καλύτερο μαλλί της
γριάςςςςςς!!!!!!»
Ευδοκία Φανερωμένου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου