"Με αυτό το μέγεθος μπορείς να πιάσεις παπαλίνες ή
γαριδάκια. Συνηθίζουν να κρύβονται ανάμεσα στα βράχια"
Το μαγαζί με τα παιχνίδια, ανέλπιστα ανοιχτό στη βράση του
απομεσήμερου, είναι πάντα η τελευταία στάση μου στο δρόμο της επιστροφής για το
σπίτι. Χαζεύω στη βιτρίνα αρλεκίνους, ξύλινα τρενάκια, βόλους και κούκλες με
ροζ μαλλιά, μπασκέτες, γιογιό, τρίλιζες, βαρκάκια με μοτεράκι και
γεύομαι τις εποχές με το δικό μου τρόπο. Μικρά ξορκίσματα τα λέω της θλίψης που
μου προκαλεί ενίοτε η μουτζουρωμένη
πόλη. Αφού μου λείπουν τα δέντρα μου και τα πουλιά μου στο χωριό, είναι κι αυτό
κάτι. Η βιτρίνα με τα παιχνίδια, που σε πείσμα των καιρών επιμένει παραδοσιακά
να μην έχει αλλάξει και πολύ από τη δική μου παιδική ηλικία. Ένα πείσμα ίσως
κολλητικό, αφού με έναν ανεξήγητο τρόπο, κάνω βουτιά στο χρόνο και γίνομαι
άχρονη, ένα "παιδί" που κοιτάζει τα παιχνίδια...
"Είναι χειροποίητη. Το καλάμι της είναι γερό...Τις
φτιάχνει ένας γεράκος φίλος μου..."
Γέροντας που κρατά ενεργά τα χέρια του και φτιάχνει απόχες
σίγουρα δεν είναι γέρος, σκέφτηκα, αλλά στεκόμουν ακόμη αμίλητη, διστακτική
ακόμη με τη νέα, αδούλευτη φωνή μου, και περιεργαζόμουν τις απόχες.
"Εξαρτάται από το τι δόλωμα θέλεις να πιάσεις. Η
μικρότερη χωρά στις σχισμές από τα βράχια..."
"Την έμπνευση θέλω να πιάσω, άνθρωπέ μου", ήθελα
να πω, αλλά περιορίστηκα στη στεντόρεια σιγουριά μιας φράσης: "θα την
πάρω" .
Άδεια η πόλη, περπατούσα με την απόχη στον ώμο σα φαντάρος σε πεζοπορεία. Το όπλο μου σε ετοιμότητα κι εγώ με ίσια πλάτη, περήφανη
βάδιζα το γυρισμό μου.
Ανηφόριζα έχοντας αφήσει πίσω μου την Καμάρα, τώρα πια
ανέμελα, και το νιωθα ότι η απόχη είχε αρχίσει να κάνει τη δουλειά της. Ήταν το
γλειφιτζούρι, το παγωτό, τα κλεμμένα μου δαμάσκηνα, η φέτα από καρπούζι και το
αντηλιακό καρύδας των παιδικών μου χρόνων. Αν υπάρχουν μαγικά ραβδιά, σίγουρα
μόλις είχα αποκτήσει ένα.
Εκείνη κατέβαινε. Καρέ γκρίζο μαλλί, στέκα βυσσινί , μια
κλασική μαύρη τσάντα περασμένη στο αριστερό και μια γκρενά βεντάλια στο δεξί,
σε πλήρη εξέλιξη της πτήσης της. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν σε δυο αμοιβαία
χαμόγελα.
"Ζέστη... Ήμαν στην εκκλησιά. Αλλά πολύ ζέστη! "
Και δώστου πέταξε από τη χούφτα νευρικά και γρήγορα το πουλί που έφερνε δροσιά.
Κοιτώντας μια τη βεντάλια μια την ίδια τόλμησα τον ενικό. Ξαφνιάστηκα με τον
εαυτό μου που δε με ενόχλησε ένας
πηγαίος ενικός οικειότητας απέναντι σε μια άγνωστη ηλικιωμένη.
"Στην εκκλησία ήσουν; Ναι, όντως, φριχτή ζέστη. "
"Θα πιάσεις ψάρια;" με ρώτησε και συνειδητοποίησα
ότι είχα ξεχάσει ότι ήμουν ο παράξενος οδοιπόρος με την ροζ απόχη...
"Δολώματα", είπα, και ντράπηκα για το ψέμα.
"Πώς σε λένε;"
"Με λένε Μαρία Κ.....ώτη" είπε με καμάρι και το βλέμμα της φωτίστηκε την παιδική
ματιά της μπλε ποδιάς του σχολείου. Την είδα μαθήτρια με το άσπρο κολαρισμένο
γιακαδάκι να ανοίγει το ξύλινο μπαουλο του θρανίου και να ετοιμάζεται για το
μάθημα. Την είδα με τις άσπρες κοντές κάλτσες να κλωτσά κρυφά τη διπλανή της
και να γελάει.
"Εμένα με λένε Ευδοκία "της είπα. "Που
πηγαίνεις;"
"Πηγαίνω στο σπίτι μου, μένω εδώ στο στενό πιο κάτω.
Την υγειά μας να χουμε! ". Και
συνέχισε νευρικά τη βεντάλια, λες και το νεύρο θα μπορούσε να παγώσει τον υποτονικό νόθο
αέρα.
Στάθηκα διακριτικά στη γωνία για να καμουφλάρω την αδιακρισία μου να δω που μένει.
Και ήρθε όχι μόνο η έκπληξη, αλλά ένα κύμα ενθουσιασμού να γίνει η δική μου βεντάλια.
Γιατί η πόρτα της ήταν η πόρτα της Ιουλιέτας μου. Ήταν η
Ιουλιέτα μου. Είχε κόψει τα μαλλιά της. Σιχτίρισα τη μυωπία μου, που δε μου επέτρεπε από το μπαλκόνι να έχω ήδη
εξοικειωθεί με τα χαρακτηριστικά της. Η Ιουλιέτα μου, η έμπνευσή μου με είχε
επισκεφθεί. Η Ιουλιέτα μου. Είχε πρόσωπο. Και δυο μάτια απέραντες γαλάζιες
θάλασσες καλοτάξιδες καλοκαιρινές...
Ίσως η επόμενη συνάντησή μας σφραγιστεί με τον ελληνικό καφέ
της γειτονίας. Τρέφω την τρελή βεβαιότητα ότι θα έχει να διηγηθεί ιστορίες που
θα διαβάζει στο φλιτζάνι... Μπορεί για
δράκους και νεράιδες, ίσως για μαράζια και πλοία που φύγαν και άλλα που ήρθαν. Μπορεί...
Είχα βάλει ήδη το κλειδί στην πόρτα.
Αλήθεια υπάρχει λέξη ελληνική για τη βεντάλια; σκέφτηκα. Αλεξιθέρμιο
ίσως, όπως αλεξιβρόχιο και αλεξήλιο για την δική μου κόκκινη ομπρέλα που έχει και
θερινό και χειμερινό σπίτι.
Λίγη ώρα αργότερα έμαθα ότι χάσαμε τον μπαρμπα Γιάννη. Και η
έμπνευση έναν αειφόρο εραστή της.
Αύγουστο. Όπως τότε. Τα αμέτρητα καλοκαίρια που με την παιδική μου φίλη δίναμε
το ραντεβού κάτω από τα βαριά από το μέστωμα σταφύλια της ταράτσας, έβγαζε από
το δώμα τα κιτάπια και μας διάβαζε τις ιστορίες του με περηφάνια... Καλό
ταξίδι, μπαρμπα Γιάννη. Σίγουρα θα χεις πολλά χαμπέρια να κεράσεις
στη γειτονιά των αγγέλων...
1 σχόλιο:
Εύχομαι ή απόχη να πιάνει πάντα ωραία ...δολώματα! Πολύ όμορφη διήγηση! Βλαστάρης Κώστας
Δημοσίευση σχολίου