Ίσως κάποιοι να με θεωρούν γραφική που αναφέρω τόσο συχνά το χωριό μου.
Ίσως μου πουν, «εντάξει, ωραία η φύση, ωραία τα χρώματά της, αλλά το είδαμε, το είδαμε πια το χωριό σου, το καταλάβαμε ότι είναι ορεινό με πολύ πράσινο, χιόνι το χειμώνα και μικρά κεραμιδόσπιτα.».
Αυτό όμως που δε ξέρουν είναι ότι τελικά, αυτό που έχει το χωριό μας, είναι κάτι διαφορετικό. Ένα αεράκι που φυσάει και γαργαλάει όχι μόνο αισθήσεις , μνήμες αλλά και το μυαλό.
Αυτό που δεν ξέρουν, είναι ότι κάθε φορά εκεί πάνω είναι διαφορετικά. Μια έκπληξη διαρκής, αρκεί να είσαι εκεί, στη σωστή ώρα και στο σωστό μέρος…
Πάει καιρός που το επισκέφθηκα ντυμένο στα φθινοπωρινά του.Ήταν ένα από εκείνα τα λίγα, τεμπέλικα Σαββατοκύριακα , τα ταγμένα να διώξουν κάθε υποψία πίεσης, εκρεμμότητας, πόλης.
Ρουφούσα το πρωινό μου καφεδάκι έξω στην αυλίτσα του καφενείου, πλάι στα ξύλα, αμέριμνη και σιγομουρμουρίζοντας αγαπημένο σκοπό.
Τοπίο μου η πλατεία, με το τεράστιο πλατάνι της, το μικρό παλιό περιπτεράκι, και τα καφενεδάκια να την αγκαλιάζουν κυκλικά. Λίγοστη η κίνηση η πρωινή.Δυο παππούδες στο απέναντι καφενείο ραχάτευαν στον ήλιο, μια μικρούλα κυνηγούσε την μπάλα της , σερβιτόροι έστρωναν τα τραπέζια έξω, ήταν ηλιόλουστη η μέρα και η στάση αργότερα για κοψίδια δεδομένη των επισκεπτών .
Απαλές οι γραμμές της διάθεσης, κάθετες και αυταρχικές οι αχτίδες του φθινοπωρινού ήλιου,τρύπωναν στις φυλλωσιές με όλη τη δύναμή τους. Τίποτα δεν προμήνυε την αναστάτωση που θα ακολουθούσε.
Στην τρίτη ρουφηξιά ήμουν όταν το βλέμμα στάθηκε σε ένα ζωντανό που ξεχώριζε ανάμεσα στα αλήτικα σκυλιά της πλατείας…
Ένας γαιδουράκος με αργό βήμα πλησίασε στην άδεια πλατεία που σε χρόνο απίστευτα μηδενικό γέμισε παρουσίες. Νέοι, γέροι,παιδιά, καφενετζήδες και κρεοπώληδες σαν σε μαγνήτη συγκεντρώθηκαν γύρω από το ζωντανό. Οχλαγωγία αίφνης κάλυψε κάθε φυσικό ήχο. Εγώ που η χαζή είχα μια άλλη εικόνα στο κεφάλι μου δεν ξαφνιάστηκα τόσο από τον γαιδουράκο, όσο από την εντύπωση που εκείνος είχε προκαλέσει στους κατοίκους του χωριού. «Μα, δεν έχει γαιδουράκια εδώ στο χωριό;» ρώτησα εντελώς φυσικά με αφέλεια.Και τότε ήταν που τον είδα.
Έναν ξανθό, αδύνατο νεαρό με μακρύ, ράστα μαλλί πιασμένο κοτσίδα να πλησιάζει και να στέκεσαι δίπλα στο γαιδουράκι.
Έγινα ένα με το πλήθος που είχε πια χωριστεί. Οι μισοί χάιδευαν τον τετράποδο επισκέπτη που ήσυχος φαινόταν να το απολαμβάνει και οι υπόλοιποι μισοί πολιορκούσαν τον παράξενο επίσκεπτη με ερωτήσεις σε διαφορετική γλώσσα ο καθένας. Βαβελική η εικόνα από μακριά, μα όσο κόντευα στο κέντρο του ανθρώπινου κύκλου άλλαζα, αναθεωρούσα, δεχόμουν τη μία έκπληξη μετά την άλλη.
Ο νεαρός οδοιπόρος δεν ήταν Έλληνας.
Ελληνικότατη ήταν όμως η φιλοξενία. Καφές ελληνικός και νερό για το δρόμο. Και μετά οι ερωτήσεις, ομηρικό το πρότυπο.
Απαντούσε άπταιστα σε όποια γλώσσα και αν του απευθύνονταν. Κάποιοι παππούδες μετρούσαν στα χείλη τις ξεχασμένες κουβέντες-πόσα χρόνια άραγε είχαν περάσει από την ξενιτιά;- πριν τις ξεστομίσουνε σωστά.
Ήταν ο Ματέους.26 χρονών. Είχε ξεκινήσει πριν 19 μήνες από το Αμστερνταμ με προορισμό τα Ιεροσόλυμα. Alice το γαϊδουράκι του, δεν το καβαλούσε ποτέ. Ήταν η παρέα του.Έδινε πρόθυμα απαντήσεις στον καταιγισμό των ερωτήσεων, από πού είναι, πόσο καιρό ταξιδεύει, που πεταλώνει το ζωντανό, πότε το πετάλωσε τελευταία φορά, ποια θα είναι η επόμενη στάση του, ώσπου μια γυναικεία φωνή έσκισε τη φασαρία. «Γιατί το κάνεις αυτό;»Σιωπή. "Ρωτήστε τον, δεν ξέρω αγγλικά".
"Είμαι προσκυνητής. Έχω τάμα να φτάσω με τα πόδια στα Ιεροσόλυμα" και έστρεψε την προσοχή μας στις οπλές της «Αλίκης» όπου είχε χαραγμένο από έναν σταυρό. "Το κάνω για μένα", απάντησε με την ίδια ηρεμία και νηφαλιότητα που διατηρούσε από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε. Αργές οι κινήσεις του, έστριψε τσιγάρο.
Δέχτηκε να βγει μαζί μας φωτογραφία. Ζήτησα την άδεια να την εμφανίσω δημόσια. Και μαζί με την άδεια δέχτηκα και ένα χαρτάκι με την διεύθυνση της ιστοσελίδας του, την οποία ανανεώνει τακτικά στους εκάστοτε σταθμούς του. Δεν τα κατάφερα να την ανοίξω. Όμως κράτησα τη βασική λέξη που σκελέτωνε το σύνολο της διεύθυνσης.
Σε θρησκευτικό αλλά ακόμη και σε πνευματικό επίπεδο pilgrim είναι ένας ταξιδευτής. Είναι εκείνος που ξεκινά μακρύ ταξίδι αναζήτησης μεγάλης ηθικής σημασίας. Είναι ένας προσκυνητής. (http://en.wikipedia.org/wiki/Pilgrim , http://en.wikipedia.org/wiki/Pilgrimage )
Μια εβδομάδα ολόκληρη χρειάστηκε να πάρει την απόφαση. Να τα αφήσει όλα πίσω και να ξεκινήσει την πορεία για να κατακτήσει το άγνωστο δικό του, το άγνωστο του κόσμου.
Ίσως μου πουν, «εντάξει, ωραία η φύση, ωραία τα χρώματά της, αλλά το είδαμε, το είδαμε πια το χωριό σου, το καταλάβαμε ότι είναι ορεινό με πολύ πράσινο, χιόνι το χειμώνα και μικρά κεραμιδόσπιτα.».
Αυτό όμως που δε ξέρουν είναι ότι τελικά, αυτό που έχει το χωριό μας, είναι κάτι διαφορετικό. Ένα αεράκι που φυσάει και γαργαλάει όχι μόνο αισθήσεις , μνήμες αλλά και το μυαλό.
Αυτό που δεν ξέρουν, είναι ότι κάθε φορά εκεί πάνω είναι διαφορετικά. Μια έκπληξη διαρκής, αρκεί να είσαι εκεί, στη σωστή ώρα και στο σωστό μέρος…
Πάει καιρός που το επισκέφθηκα ντυμένο στα φθινοπωρινά του.Ήταν ένα από εκείνα τα λίγα, τεμπέλικα Σαββατοκύριακα , τα ταγμένα να διώξουν κάθε υποψία πίεσης, εκρεμμότητας, πόλης.
Ρουφούσα το πρωινό μου καφεδάκι έξω στην αυλίτσα του καφενείου, πλάι στα ξύλα, αμέριμνη και σιγομουρμουρίζοντας αγαπημένο σκοπό.
Τοπίο μου η πλατεία, με το τεράστιο πλατάνι της, το μικρό παλιό περιπτεράκι, και τα καφενεδάκια να την αγκαλιάζουν κυκλικά. Λίγοστη η κίνηση η πρωινή.Δυο παππούδες στο απέναντι καφενείο ραχάτευαν στον ήλιο, μια μικρούλα κυνηγούσε την μπάλα της , σερβιτόροι έστρωναν τα τραπέζια έξω, ήταν ηλιόλουστη η μέρα και η στάση αργότερα για κοψίδια δεδομένη των επισκεπτών .
Απαλές οι γραμμές της διάθεσης, κάθετες και αυταρχικές οι αχτίδες του φθινοπωρινού ήλιου,τρύπωναν στις φυλλωσιές με όλη τη δύναμή τους. Τίποτα δεν προμήνυε την αναστάτωση που θα ακολουθούσε.
Στην τρίτη ρουφηξιά ήμουν όταν το βλέμμα στάθηκε σε ένα ζωντανό που ξεχώριζε ανάμεσα στα αλήτικα σκυλιά της πλατείας…
Ένας γαιδουράκος με αργό βήμα πλησίασε στην άδεια πλατεία που σε χρόνο απίστευτα μηδενικό γέμισε παρουσίες. Νέοι, γέροι,παιδιά, καφενετζήδες και κρεοπώληδες σαν σε μαγνήτη συγκεντρώθηκαν γύρω από το ζωντανό. Οχλαγωγία αίφνης κάλυψε κάθε φυσικό ήχο. Εγώ που η χαζή είχα μια άλλη εικόνα στο κεφάλι μου δεν ξαφνιάστηκα τόσο από τον γαιδουράκο, όσο από την εντύπωση που εκείνος είχε προκαλέσει στους κατοίκους του χωριού. «Μα, δεν έχει γαιδουράκια εδώ στο χωριό;» ρώτησα εντελώς φυσικά με αφέλεια.Και τότε ήταν που τον είδα.
Έναν ξανθό, αδύνατο νεαρό με μακρύ, ράστα μαλλί πιασμένο κοτσίδα να πλησιάζει και να στέκεσαι δίπλα στο γαιδουράκι.
Έγινα ένα με το πλήθος που είχε πια χωριστεί. Οι μισοί χάιδευαν τον τετράποδο επισκέπτη που ήσυχος φαινόταν να το απολαμβάνει και οι υπόλοιποι μισοί πολιορκούσαν τον παράξενο επίσκεπτη με ερωτήσεις σε διαφορετική γλώσσα ο καθένας. Βαβελική η εικόνα από μακριά, μα όσο κόντευα στο κέντρο του ανθρώπινου κύκλου άλλαζα, αναθεωρούσα, δεχόμουν τη μία έκπληξη μετά την άλλη.
Ο νεαρός οδοιπόρος δεν ήταν Έλληνας.
Ελληνικότατη ήταν όμως η φιλοξενία. Καφές ελληνικός και νερό για το δρόμο. Και μετά οι ερωτήσεις, ομηρικό το πρότυπο.
Απαντούσε άπταιστα σε όποια γλώσσα και αν του απευθύνονταν. Κάποιοι παππούδες μετρούσαν στα χείλη τις ξεχασμένες κουβέντες-πόσα χρόνια άραγε είχαν περάσει από την ξενιτιά;- πριν τις ξεστομίσουνε σωστά.
Ήταν ο Ματέους.26 χρονών. Είχε ξεκινήσει πριν 19 μήνες από το Αμστερνταμ με προορισμό τα Ιεροσόλυμα. Alice το γαϊδουράκι του, δεν το καβαλούσε ποτέ. Ήταν η παρέα του.Έδινε πρόθυμα απαντήσεις στον καταιγισμό των ερωτήσεων, από πού είναι, πόσο καιρό ταξιδεύει, που πεταλώνει το ζωντανό, πότε το πετάλωσε τελευταία φορά, ποια θα είναι η επόμενη στάση του, ώσπου μια γυναικεία φωνή έσκισε τη φασαρία. «Γιατί το κάνεις αυτό;»Σιωπή. "Ρωτήστε τον, δεν ξέρω αγγλικά".
"Είμαι προσκυνητής. Έχω τάμα να φτάσω με τα πόδια στα Ιεροσόλυμα" και έστρεψε την προσοχή μας στις οπλές της «Αλίκης» όπου είχε χαραγμένο από έναν σταυρό. "Το κάνω για μένα", απάντησε με την ίδια ηρεμία και νηφαλιότητα που διατηρούσε από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε. Αργές οι κινήσεις του, έστριψε τσιγάρο.
Δέχτηκε να βγει μαζί μας φωτογραφία. Ζήτησα την άδεια να την εμφανίσω δημόσια. Και μαζί με την άδεια δέχτηκα και ένα χαρτάκι με την διεύθυνση της ιστοσελίδας του, την οποία ανανεώνει τακτικά στους εκάστοτε σταθμούς του. Δεν τα κατάφερα να την ανοίξω. Όμως κράτησα τη βασική λέξη που σκελέτωνε το σύνολο της διεύθυνσης.
Pilgrim.
Μια εβδομάδα ολόκληρη χρειάστηκε να πάρει την απόφαση. Να τα αφήσει όλα πίσω και να ξεκινήσει την πορεία για να κατακτήσει το άγνωστο δικό του, το άγνωστο του κόσμου.
Έφυγε τυλιγμένος τη σημαία της ελευθερίας του, αφήνοντας έντονη την οσμή της αλλά ακόμη εντονότερη την απορία στα μάτια των περισσοτέρων.
Η φιγούρα του χανόταν ανάμεσα στα χέρια που σαν βάγια τον αποχαιρετούσαν: «καλό ταξίδι!» ."Στο καλό"!
Η φιγούρα του χανόταν ανάμεσα στα χέρια που σαν βάγια τον αποχαιρετούσαν: «καλό ταξίδι!» ."Στο καλό"!