Παρασκευή 25 Ιουλίου 2008

To βαλς της γειτονιάς...



Σήμερα το πρωί, εντελώς απροσχεδίαστα, βρέθηκα μπροστά  σε κάποια μικρά σκαλάκια, σε ένα μονοπάτι στον Προφήτη Ηλία…
Χρόνια τώρα περνώ με το αυτοκίνητο από τον δρόμο ακριβώς από πάνω και η ματιά βουτά προς τα κάτω, πάντα παραπονεμένη,  η ταχύτητα του αυτοκινήτου μόνο σύμμαχός της δεν μπορεί να είναι….
Όταν ο οδηγός του ταξί με ρώτησε που πάμε, πήρε ως απάντηση μια σιωπή δευτερολέπτων… Εεε,
Η διεύθυνση που έδωσα ήταν διεύθυνση παρελθόντος… Αυτή που για χρόνια, αυτόματα έβγαινε από τα παιδικά μ ου χείλη και που είχε αποκοιμηθεί στο  υποσυνείδητο για άλλα τόσα….
Τα σκαλάκια όπως τότε, αφημένα στο χρόνο, 8 τα πρώτα, ναι τα είχα μετρημένα…
Κοντοστάθηκα πριν κάνω το πρώτο βήμα…
Μαμά, που πάμε; Δεν είναι εδώ το σπίτι της φίλης σου… θυμόταν η μικρή τη γεωγραφία της γειτονιάς της φίλης μου…
-Πηγαίνουμε από άλλο δρόμο σήμερα…
-Που είμαστε;
Η αύρα μου έκαιγε εκείνη τη στιγμή, διαπέρασε τη μικρή, το ένιωσα… Έγινε ολόκληρη μια απορία, λες και την ακούμπησε ραβδάκι μαγικό, το παρελθόν μια λέξη που για κείνη έχει τόσο διαφορετική διάσταση, κι όμως κούρνιασε στην ψυχούλα της, ήταν η δική του ώρα να τη χαράξει…, να κουρνιάσει σε μια γωνίτσα του καθαρού μυαλού της…
Δίσταζα τόσα χρόνια να περάσω από εκεί… φοβόμουν τα σημάδια του χρόνου στο χώρο… φοβόμουν τελικά την απομυθοποίηση…
Δεύτερο σκαλί.
Η ευγνωμοσύνη με συναντά. Σφίγγω το χέρι της μικρής. Όλα είναι εκπληκτικά ίδια…
Ανέγγιχτα.
Τρίτο σκαλί.
Ναι, τώρα μπορώ να της πω που πάμε.
-Αυτή είναι η γειτονιά που μεγάλωσα….
Τέταρτο σκαλί.
-Μέχρι τα 12 μου χρόνια
Πέμπτο σκαλί
-Τα ωραιότερα της ζωής μου.
Έκτο σκαλί
-Οι εικόνες αρχίζουν πολιορκία
Έβδομο σκαλί.
Απόβραδο. Μια γυναικεία φιγουρα στη μέση. Δυο κοτσιδούλες χορεύουν σε ένα κεφαλάκι από τα δεξιά, η φούντα από ένα σκουφί πηγαινοέρχεται στο δικό της ρυθμό. Τα χεράκια των δυο κοριτσιών κλειδωμένα στις χούφτες της γυναίκας. Οι φωνές ανταμώνουν σιγανά: « φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ…».
Όγδοο σκαλί.
Η αδερφή μου με ρωτάει: μας ακούει το φεγγάρι;
 Η παλάμη της κόρης μου κουρνιάζει στο δικό μου χέρι. Στο άλλο μου κρατώ ένα δώρο. Το δώρο της αδερφής μου για τα γενέθλιά της στις 25 Ιουλίου.

Όλα είναι εκπληκτικά ίδια…Έχω αφήσει πίσω μου τους  τσιμεντένιους όγκους…
Γύρω μου τα μικρά σπιτάκια… Οι αυλές, θεέ μου, ακόμα ασβεστωμένες…
Η αυλίτσα του παπλωματά… Τα περίεργα μάτια και τα μισοκρυμμένα μας πρόσωπα, όταν τον παρατηρούσαμε  να γεμίζει υπομονετικά τα παπλώματά του…Ποτέ δε μιλούσε, κι αυτό του έδινε άλλες διαστάσεις στην παιδική φαντασία μας.
Η αυλή της κυρά Ελένης… Εκεί ακουμπούσαμε τις γλυκές καλημέρες, εμείς τις καλημέρες και η Κυρά Ελένη τις καραμέλες στις χούφτες μας…
Το σπίτι της κυρά _Σεβαστής. Το μικρό παραθυράκι- ακόμη με πράσινη σίτα- μήπως ζω σε όνειρο;- απ’ όπου τα απομεσήμερα έπεφταν οι κουβάδες με το νερό… Ήταν σα μάγισσα και τη φοβόμασταν… Όταν «έφυγε» το θεωρούσαμε στοιχειωμένο... Η  οικογένεια που ήρθε μετά, με τα 4 παιδιά βοήθησαν στον «εξαγνισμό» του… Η πίσω αυλή του, το θεατράκι μας, εκεί κρεμούσαμε το σεντόνι για αυλαία και οργανώναμε τις παραστάσεις μας, με εισιτήριο…και ένα δωράκι για τον κάθε καλεσμένο…
Το παράθυρο που ακουμπούσαμε τα Μίκι Μάους που ανταλλάσαμε. Κάτι σαν το δικό μας ταχυδρομείο…
Η μουριά δεν είναι εκεί. Ο ίσκιος της χάθηκε για πάντα… Μαζί με τους μεταξοσκώληκες που η μάνα μου μας είχε φέρει και απολαμβάνανε τη νοστιμιά των φύλλων της…
Η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά… Ένα βήμα πριν τα επόμενα σκαλάκια. Ο παππούς και η γιαγιά ανεβαίνουν πιασμένοι χέρι, αργά. Μετά από την πρωτοχρονιά , η γιαγιά  το άδειο τεράστιο σινί που είχε κάνει τη θρακιώτικη κρεατόπιτά της με το φλουρί… Εγώ  και οι αδερφή μου με  τις  λαμπριάτικες  λαμπάδες, αργά, πολύ μετά την Ανάσταση, όταν περίμεναμε τον παππού να γυρίσει από το τραπέζι της Αγάπης, στην εκκλησία μας, τον Προφήτη Ηλία.
Το σπίτι μας! Μας….; Ναι.
Κι ενώ όλοι οι όγκοι μου φαίνονται πιο χαμηλοί, εκείνο παραμένει ίδιο…Το μπαλκόνι και η αδερφή μου να  χτυπά το μωσαικό με τα τακούνια της μαμάς.
Τα 2 σκυλιά μας, ο Αλήτης ο γάτος μας, το κουνέλι μας,  η μαμά και η γειτόνισσα σκυμμένες στο κέντημα…Έξω από την τζαμένια πόρτα η αδερφή μου κι εγώ μετράμε τους πόντους από τα καπάκια που μαζεύουμε. Έχουμε και καπάκια από ουίσκι, όχι μόνο γκαζόζας, μας τα κρατάει ο Λαλάκος  στην ταβέρνα του λίγο πιο πάνω…
Ο μπαχτσές του «θείου» Παράσχου, το βαρέλι, το κοτέτσι που κούρσεψε τις μακριές μου μπούκλες, όταν    η μαμά με  κούρεψε σαν κατάλαβε ότι έχω ψείρες και δεν ήξερε τι ήταν αυτές… Το νευρικό γέλιο της αδερφής μου….Το χαλάκι του «θυμού» στο μπροστινό στενό μπαλκονάκι… Οι γαλότσες και τα σανδάλια που δέναν μέχρι το γόνατο στο πατάκι της πόρτας…
Η πόρτα δεν είναι τζαμένια πια… Δε μπορώ να δω μέσα…
Νιώθω παράξενος ταξιδιώτης… Ίσως με έχουν καταλάβει οι τωρινοί ένοικοι… Οι καιροί είναι περίεργοι… Δε θέλω να τους ανησύχήσω…
Απέναντι το χαμόσπιτο της κυρά Σουλτάνας…. Το υπόγειο όπου φώλιαζαν μονίμως οι γάτες της, τα νεογέννητα να νιαουρίζουν, και τα «μη… οι γάτες είναι επικίνδυνες όταν έχουν μικρά»… Έλειπε η πόρτα… Η ματιά  με αυθάδεια γλίστρησε στο βάθος του.  Το πλατύσκαλο όπου σχεδιάζαμε με τα κεραμιδάκια τρίλιζα κάθε απόγευμα… Ό ήχος από τα τενεκεδάκια του μπίκο μπίκο, ο στύλος όπου τα «φυλούσαμε» στο κρυφτό… Η Δήμητρα, η Δέσποινα, η Τάνια, Ο Βασίλης και ο Γιάννης…
Σκέφτομαι φωναχτά. Το παιδί ακούει αλλά δεν μιλάει. Από ένστικτο εκφράζει σεβασμό… Ένα μικρό παιδί κατανοεί…
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Από τότε που βίαια φύγαμε από κει. Όταν έπρεπε να μετακομίσουμε σε «διαμέρισμα» μεγαλύτερο για να μείνει μαζί μας και ο παππούς που ποτέ δεν έμεινε… σε ένα «άλσος τσιμεντένιο» με άχαρες πολυκατοικίες, χωρίς κανένα ίχνος γειτονιάς…
Η αδερφή μου κι εγώ χαράξαμε πολλές διαδρομές από τότε. Άλλοτε ίδιες, άλλοτε παράλληλες, άλλοτε αντίθετες… Πάντοτε όμως, στα δύσκολα τα σταυροδρόμια, όταν η ζωή έχει συννεφιά, γυρνάμε εκεί…. Στη λιακάδα της γειτονιάς μας. Στη ζεστασιά του σπιτιού που μεγαλώσαμε… Σα μυστική συνομωσία. Χωρίς πρόσκληση. Και πάντα στα γενέθλιά μας, το σπίτι μας το πρώτο έρχεται να ανάψει τα πρώτα τα κεράκια….
Χρόνια πολλά σου  αδερφούλα!
Να είναι οι μέρες σου γλυκές σαν τα χαμόγελα της φέτας από καρπούζι που μας πασάλειβε το πρόσωπο…. Να είναι η ψυχή σου γεμάτη χρώματα, όπως αυτά των λουλουδιών της γειτονιάς μας….

------
Το βαλς της γειτονιάς, Λάκης Παπδόπουλος


Τετάρτη 23 Ιουλίου 2008

Κυριακή 6 Ιουλίου 2008

Διάλειμμα.... για θερινό "σινεμά"...

Σας αφήνω για λίγο ...

Το τραγουδάκι αφιερωμένο στον αδερφό μου και σε όλους εσάς τους φίλους μου!

Ζητώ την κατανόησή σας που δεν έρχομαι να σας βρω αυτές τις μέρες, μου έχει λείψει η παρέα σας, αλλά ήρθε ο δικός μου καιρός να αρμενίσω, να μείνω με την αλμύρα, να ξενυχτήσω σε βεράντες, να βρεθώ με τους φίλους μου από μακριά..., με τους ήχους του καλοκαιριού και τις μουσικές μου, με τις σελίδες των βιβλίων μου, αλλά και με "αγάπες" μου παλιές που έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να ξανασυναντηθούμε...

Σας εύχομαι να περνάτε καλά, να μην χάνετε ευκαιρία για βουτιές, να γίνετε θηρευτές ωραίων στιγμών- το καλοκαίρι είναι μαγικό από μόνο του-, μέχρι να τα ξαναπούμε στα τέλη Ιουλίου...με νέες εικόνες (ίσως και νέα "μυαλά")...

Τα φιλιά μου σε όλους εσάς, το παρεάκι μου (όπως λέει και μια φίλη μας μπλόγκερ!)!

Καλές διακοπές σε όσους τις ξεκινούν αυτόν τον καιρό...

Πώς το βλέπω να μου φεύγετε όλοι τον Αύγουστο και να μένω μετά μια έρημη μπλόγκερ...

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2008

Οι καιροί ου μενετοί!


Από τα "11 λεπτά" του Πάολο Κοέλο

"Υπάρχει καιρός να γεννηθείς και καιρός να πεθάνεις,
καιρός να φυτέψεις και καιρός να ξεριζώσεις,
καιρός να σκοτώσεις και καιρός να ιάσεις,
καιρός να γκρεμίσεις και καιρός να οικοδομήσεις,
καιρός να κλάψεις και καιρός να γελάσεις,
καιρός να θρηνήσεις και καιρός να χορέψεις,
καιρός να πετάξεις πέτρες και καιρός να μαζέψεις πέτρες,
καιρός να αγκαλιάσεις και καιρός να απομακρυνθείς,
καιρός να ζητήσεις και καιρός να απολέσεις,
καιρός να φυλάξεις και καιρός να πετάξεις,
καιρός να σκίσεις και καιρός να ράψεις,
καιρός να σιωπήσεις και καιρός να μιλήσεις,
καιρός να αγαπήσεις και καιρός να μισήσεις,
καιρός πολέμου και καιρός ειρήνης"
(Βλ. Εκκλησιαστή, γ: 2-8(Σ.τ.Ε.)

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008

Όταν το "διαδικτυακός" αλλάζει...


Όταν πρωτομπήκα δειλά σ’ αυτό το χώρο, που κάποιοι τον ονομάζουν μπλογκόσφαιρα, κάποιοι μπλογκογειτονιά, τα βήματα ήταν διστακτικά.
Σα να ψηλαφούσα σε σκοτεινό δωμάτιο, η συστολή δεδομένη, αδημονία να ξημερώσει για να μου φανερώσει το πρώτο φως το καινούριο περιβάλλον, να βρω τη γωνιά μου….
Το φως ήρθε ανελέητο να φωτίσει πολύ περισσότερο απ’ ότι περίμενα. Το δωμάτιο γέμισε παρουσίες, ψιθύρους, ηχηρά γέλια, χαμόγελα, κάποτε και αγωνίες! Αυτός όμως που δεν έλειψε ποτέ ήταν ο σεβασμός. Πάντα διακριτικα εκεί!

Αν μου έλεγε κανείς πριν από λίγους μήνες ότι θα γνώριζα ανθρώπους μέσα από το δίκτυο θα γελούσα! Δεν αναζητούσα ποτέ μου τέτοιες επαφές! Θιασώτης πάντοτε της διαπροσωπικής επαφής. Θέλω να τον έχω τον άλλον άνθρωπο απέναντί μου, να ανιχνεύσω τη γλώσσα του σώματος και κυρίως να στοχεύσω στο βλέμμα του όταν μου μιλάει!

Κι έγινε κι αυτό! Η επιθυμία να συναντήσεις τους διαδικτυακούς σου φίλους γίνεται πιο έντονη, όχι δεν είναι ραντεβού στα τυφλά. Γιατί όταν πρώτα ακουμπούν οι ψυχές και μετά τα βλέμματα, το άγγιγμα, η αγκαλιά, έρχεται να ενισχύσει ! Η εικόνα της φαντασίας σου έχει εδραιωθεί, αλλά θέλει δικαίωση, θέλει να ακουμπήσει την πραγματικότητα για να συνεχίσει να υπάρχει…




Και η πραγματικότητα αυτή τη φορά ήρθε να αποδείξει ότι η φαντασία είχε πολύ δρόμο μπροστά της . Γιατί ήταν μια φανταστική πραγματικότητα.
Συνάντησα στο δρομάκι τη φαραόνα . Τη δική μας φαραόνα. Τη βρήκα μεσημέρι να πίνει καφεδάκι σε μια γωνιά του…Ένα πρόσωπο ολόκληρη, ένα βλέμμα. Κι όταν το βλέμμα είναι διειδυτικό ξέρεις ότι σε συναντάει. Όταν οι λέξεις σου δεν πετούν σα φυσαλίδες αλλά γίνονται πουλιά που θέλουν να δραπετεύσουν, όταν τα στολίδια σε ένα κορμί δεν είναι φτιασίδια αλλά σημάδια, όταν η ηλικία καταργείται και σε μια ριπή των ματιών ταξιδεύει ολόκληρη ιστορία, τότε έχεις απέναντί σου τη φαραόνα.

Οι ώρες μου φάνηκαν λίγες και ας ήταν αρκετές. Νερό τρεχούμενο που έφευγε από τις χούφτες μου. Προσπάθησα να τα χωρέσω όλα, σε βαλίτσα που άρχισε να ξεχειλίζει, εκεί … με το δρομάκι και τη φαραόνα και τίποτα άλλο γύρω μας, υπανιγμούς του έξω κόσμου μόνο, όλος ο κόσμος ήμασταν οι τρεις εκείνη την ώρα. Αφήσαμε τα αποτυπώματα στο δρομάκι που συναντηθήκαμε.

Είναι μοναδικό να μπορείς να συναντάς τους διαδικτυακούς σου φίλους. Γίνονται τότε ΦΙΛΟΙ. Χωρίς προσδιορισμούς. Απλά φίλοι.
Νατάσα, να είσαι καλά και να μας ξανάρθεις. Μου χρωστάς τη «ποδαράδα» στα νερά του Νέστου! Μην το ξεχνάς!